-
1 υποξενίζοντας
-
2 ὑποξενίζοντας
См. также в других словарях:
ὑποξενίζοντας — ὑποξενίζω talk in a curious way of pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 υποξενίζοντας
2 ὑποξενίζοντας
ὑποξενίζοντας — ὑποξενίζω talk in a curious way of pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)