Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑποκινήσῃ

  • 1 υποκινήση

    ὑποκινέω
    move softly: aor subj mid 2nd sg
    ὑποκινέω
    move softly: aor subj act 3rd sg
    ὑποκινέω
    move softly: fut ind mid 2nd sg
    ὑ̱ποκινήσῃ, ὑποκινέω
    move softly: futperf ind mp 2nd sg
    ὑ̱ποκινήσῃ, ὑποκινέω
    move softly: futperf ind mid 2nd sg
    ὑποκῑνήσῃ, ὑποκινέω
    move softly: aor subj mid 2nd sg
    ὑποκῑνήσῃ, ὑποκινέω
    move softly: aor subj act 3rd sg
    ὑποκῑνήσῃ, ὑποκινέω
    move softly: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > υποκινήση

  • 2 ὑποκινήσῃ

    ὑποκινέω
    move softly: aor subj mid 2nd sg
    ὑποκινέω
    move softly: aor subj act 3rd sg
    ὑποκινέω
    move softly: fut ind mid 2nd sg
    ὑ̱ποκινήσῃ, ὑποκινέω
    move softly: futperf ind mp 2nd sg
    ὑ̱ποκινήσῃ, ὑποκινέω
    move softly: futperf ind mid 2nd sg
    ὑποκῑνήσῃ, ὑποκινέω
    move softly: aor subj mid 2nd sg
    ὑποκῑνήσῃ, ὑποκινέω
    move softly: aor subj act 3rd sg
    ὑποκῑνήσῃ, ὑποκινέω
    move softly: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ὑποκινήσῃ

  • 3 υποκίνηση

    [-ις (-εως)] η побуждение (к чему-л.); провоцирование (чего-л.), подстрекательство (к чему-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υποκίνηση

  • 4 υποκίνηση

    [ипокиниси]
    ουσ θ подстрекательство.

    Эллино-русский словарь > υποκίνηση

  • 5 υποκίνηση

    kışkırtma

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > υποκίνηση

См. также в других словарях:

  • υποκίνηση — η παρακίνηση, παρόρμηση: Η υποκίνηση του πραξικοπήματος έγινε από ξένη χώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποκίνηση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποκινώ, παρακίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκινώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποκίνησις, μαρτυρείται από το 1870 στο περιοδικό Αρχαιολογική Εφημερίς Αθηνών] …   Dictionary of Greek

  • ὑποκινήσῃ — ὑποκινέω move softly aor subj mid 2nd sg ὑποκινέω move softly aor subj act 3rd sg ὑποκινέω move softly fut ind mid 2nd sg ὑ̱ποκινήσῃ , ὑποκινέω move softly futperf ind mp 2nd sg ὑ̱ποκινήσῃ , ὑποκινέω move softly futperf ind mid 2nd sg ὑποκῑνήσῃ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιουλία — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Άγκυρα με πνιγμό σε λίμνη μαζί με τις Αλεξάνδρα, Ευφρασία, Θεοδότη, Κλαυδία, Ματρώνα, Τεκούσα και Φαεινή. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Μαΐου. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής… …   Dictionary of Greek

  • Hypokinese — Die Bewegungsstörung in Form der Hypokinese oder auch Hypokinesie (griechisch υποκίνηση, ipokínisi, „das Weniger Bewegen“, von υπο , ipo , „weniger“, „unter“ und κίνηση, kínisi, „die Bewegung“) hat mehrere medizinische Bedeutungen: Hypokinese als …   Deutsch Wikipedia

  • Hypokinesie — Die Bewegungsstörung in Form der Hypokinese oder auch Hypokinesie (griechisch υποκίνηση, ipokínisi, „das Weniger Bewegen“, von υπο , ipo , „weniger“, „unter“ und κίνηση, kínisi, „die Bewegung“) hat mehrere medizinische Bedeutungen: Als… …   Deutsch Wikipedia

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • εξανάσταση — η (AM ἐξανάστασις) [εξανασταίνω] εκκλ. ανάσταση νεκρών, έγερση από τον τάφο νεοελλ. 1. η απότομη έγερση κάποιου από τη θέση του 2. μτφ. εξέγερση, ξεσήκωμα, υποκίνηση σε επανάσταση, στάση, ανταρσία, αναστάτωση μσν. 1. ανέγερση, ανόρθωση 2. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • κανονάρχισμα — και κανονάρχημα, το [κανοναρχίζω] 1. το έργο τού κανονάρχη, η υπαγόρευση τών ψαλλόμενων κανόνων, δηλ. εκκλησιαστικών ύμνων, στον ψάλτη 2. μτφ. υπαγόρευση, εισήγηση, υποκίνηση, υποβολή …   Dictionary of Greek

  • νευρόσπασμα — το (ΑΜ νευρόσπασμα) αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο νεοελλ. 1. άνθρωπος χωρίς ισχυρή βούληση, που ενεργεί με υποκίνηση άλλου και όχι αυτοβούλως 2. πολύ ανήσυχος και νευρικός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σπάσμα (< σπῶ), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • νευρόσπαστος — η, ο (Α νευρόσπαστος, ον) το ουδ. ως ουσ. το νευρόσπαστο(ν) ανδρείκελο, ομοίωμα που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, κυρίως για παιδιά, αλλ. μαριονέτα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. 1. (μτφ). άνθρωπος που δεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»