-
1 провокация
1. (предательские действия) η υποκίνηση, η προβοκάτσια (ξεν.) 2. мед. η πρόκληση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провокация
-
2 подстрекательство
подстрекатель||ствос ἡ ὑποκίνηση [-ις], ἡ ὑποδαύλιση [-ις], ἡ προτροπή. -
3 incitement
noun υποκίνηση -
4 instigation
noun υποκίνηση -
5 возбуждение
-я ουδ.1. διέγερση, κίνηση, παρακίνηση• πρόκληση•возбуждение любопытства κίνηση της περιέργειας.
|| υποκίνηση, παρότρυνση.2. ερέθιση, ερεθισμός. -
6 инспирация
-и θ.έμπνευση• παρότρυνση, υποκίνηση, προτροπή, παρακίνηση. -
7 подговор
-а α. (απλ.) προτροπή, παρακίνηση, παρόρμηση, παρότρυνση, υποκίνηση. -
8 подстрекательство
-а ουδ.1. παρακίνηση, παρότρυνση, παρόρμηση, υποκίνηση, προτροπή.2. εξώθηση, παρώθηση. -
9 разжигание
-я ουδ.1. βλ. разжиг.2. μτφ. υποδαύλιση, υποκίνηση. -
10 смущение
-я ουδ.1. σύγχυση, ταραχή, αναστάτωση.2. φόβος, ανησυχία• αμηχανία.3. παλ, υποκίνηση, ταραχών. -
11 fitleme
υποδαύλιση, υποκίνηση -
12 kışkırtılma
υκοδαύλίση. υποκίνηση
См. также в других словарях:
υποκίνηση — η παρακίνηση, παρόρμηση: Η υποκίνηση του πραξικοπήματος έγινε από ξένη χώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποκίνηση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποκινώ, παρακίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκινώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποκίνησις, μαρτυρείται από το 1870 στο περιοδικό Αρχαιολογική Εφημερίς Αθηνών] … Dictionary of Greek
ὑποκινήσῃ — ὑποκινέω move softly aor subj mid 2nd sg ὑποκινέω move softly aor subj act 3rd sg ὑποκινέω move softly fut ind mid 2nd sg ὑ̱ποκινήσῃ , ὑποκινέω move softly futperf ind mp 2nd sg ὑ̱ποκινήσῃ , ὑποκινέω move softly futperf ind mid 2nd sg ὑποκῑνήσῃ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιουλία — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Άγκυρα με πνιγμό σε λίμνη μαζί με τις Αλεξάνδρα, Ευφρασία, Θεοδότη, Κλαυδία, Ματρώνα, Τεκούσα και Φαεινή. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Μαΐου. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής… … Dictionary of Greek
Hypokinese — Die Bewegungsstörung in Form der Hypokinese oder auch Hypokinesie (griechisch υποκίνηση, ipokínisi, „das Weniger Bewegen“, von υπο , ipo , „weniger“, „unter“ und κίνηση, kínisi, „die Bewegung“) hat mehrere medizinische Bedeutungen: Hypokinese als … Deutsch Wikipedia
Hypokinesie — Die Bewegungsstörung in Form der Hypokinese oder auch Hypokinesie (griechisch υποκίνηση, ipokínisi, „das Weniger Bewegen“, von υπο , ipo , „weniger“, „unter“ und κίνηση, kínisi, „die Bewegung“) hat mehrere medizinische Bedeutungen: Als… … Deutsch Wikipedia
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
εξανάσταση — η (AM ἐξανάστασις) [εξανασταίνω] εκκλ. ανάσταση νεκρών, έγερση από τον τάφο νεοελλ. 1. η απότομη έγερση κάποιου από τη θέση του 2. μτφ. εξέγερση, ξεσήκωμα, υποκίνηση σε επανάσταση, στάση, ανταρσία, αναστάτωση μσν. 1. ανέγερση, ανόρθωση 2. μτφ.… … Dictionary of Greek
κανονάρχισμα — και κανονάρχημα, το [κανοναρχίζω] 1. το έργο τού κανονάρχη, η υπαγόρευση τών ψαλλόμενων κανόνων, δηλ. εκκλησιαστικών ύμνων, στον ψάλτη 2. μτφ. υπαγόρευση, εισήγηση, υποκίνηση, υποβολή … Dictionary of Greek
νευρόσπασμα — το (ΑΜ νευρόσπασμα) αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο νεοελλ. 1. άνθρωπος χωρίς ισχυρή βούληση, που ενεργεί με υποκίνηση άλλου και όχι αυτοβούλως 2. πολύ ανήσυχος και νευρικός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σπάσμα (< σπῶ), πρβλ.… … Dictionary of Greek
νευρόσπαστος — η, ο (Α νευρόσπαστος, ον) το ουδ. ως ουσ. το νευρόσπαστο(ν) ανδρείκελο, ομοίωμα που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, κυρίως για παιδιά, αλλ. μαριονέτα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. 1. (μτφ). άνθρωπος που δεν… … Dictionary of Greek