-
1 υποκινήσει
ὑποκινέωmove softly: aor subj act 3rd sg (epic)ὑποκινέωmove softly: fut ind mid 2nd sgὑποκινέωmove softly: fut ind act 3rd sgὑ̱ποκινήσει, ὑποκινέωmove softly: futperf ind mp 2nd sgὑ̱ποκινήσει, ὑποκινέωmove softly: futperf ind act 3rd sgὑποκῑνήσει, ὑποκινέωmove softly: aor subj act 3rd sg (epic)ὑποκῑνήσει, ὑποκινέωmove softly: fut ind mid 2nd sgὑποκῑνήσει, ὑποκινέωmove softly: fut ind act 3rd sg -
2 ὑποκινήσει
ὑποκινέωmove softly: aor subj act 3rd sg (epic)ὑποκινέωmove softly: fut ind mid 2nd sgὑποκινέωmove softly: fut ind act 3rd sgὑ̱ποκινήσει, ὑποκινέωmove softly: futperf ind mp 2nd sgὑ̱ποκινήσει, ὑποκινέωmove softly: futperf ind act 3rd sgὑποκῑνήσει, ὑποκινέωmove softly: aor subj act 3rd sg (epic)ὑποκῑνήσει, ὑποκινέωmove softly: fut ind mid 2nd sgὑποκῑνήσει, ὑποκινέωmove softly: fut ind act 3rd sg -
3 ὑποκινέω
A move softly or lightly, Ζεφύρου ὑποκινήσαντος (sc. τὸ κῦμα) Il.4.423 (better ὕπο κ., v. Sch. A), cf. Plu.2.596c, etc.:—[voice] Pass., of the apparent vibration of the moon, Ptol.Tetr. 101.2 metaph., urge gently on, so as to make him speak, Pl.Chrm. 162d, Plu.Aem. 9;ὑ. ἔγκλημα Luc.Eun.13
; cf.κινέω A. 11.2
.II intr., move a little, οὐδεμία πόλις ἂν ὑπεκίνησε not a single city would have stirred a finger, Hdt.5.106, cf. Ar.Ra. 644, X.Cyn.3.6; ἐπ' ἐφέδρου ὅτι μὴ ὑποκινήσει on a chair which will not shake, Hp.Morb.2.47.2 metaph., to be deranged in mind,ὁ.. μαινόμενος καὶ ὑποκεκινηκώς Pl. R. 573c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποκινέω
См. также в других словарях:
ὑποκινήσει — ὑποκινέω move softly aor subj act 3rd sg (epic) ὑποκινέω move softly fut ind mid 2nd sg ὑποκινέω move softly fut ind act 3rd sg ὑ̱ποκινήσει , ὑποκινέω move softly futperf ind mp 2nd sg ὑ̱ποκινήσει , ὑποκινέω move softly futperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβοκάτορας — ο, θηλ. προβοκατόρισσα / προβοκάτωρ, ορος, ΝΑ νεοελλ. 1. άτομο που διεγείρει σε πράξεις βίας, που επιδιώκει να προκαλέσει σύγχυση και ταραχές στις γραμμές μιας ομάδας, ενός κοινωνικού συνόλου («ο τύπος αυτός δεν είναι μαθητής αλλά ένας… … Dictionary of Greek
Αλκαμένης — I (5ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και χαλκοπλάστης, από τους πιο φημισμένους μαθητές του Φειδία. Είναι άγνωστος ο τόπος και ο χρόνος της γέννησης και του θανάτου του. Κατά την επικρατέστερη άποψη πρέπει να ήταν γιος Αθηναίου κληρούχου από τη Λήμνο. Η… … Dictionary of Greek
Βενσεσλάβ — (Wenceslaus). Όνομα δουκών και βασιλιάδων της Βοημίας. 1. Β. Α’. (907 – 935). Διαδέχτηκε στον θρόνο τον πατέρα του Βρατισλαύο και βοήθησε τον Ερρίκο Α’ της Γερμανίας στους πολέμους του εναντίον των Σαξόνων, των Ούγγρων και των σλαβικών λαών.… … Dictionary of Greek
Γιουσούφ — I Όνομα ιστορικών προσώπων του μουσουλμανικού κόσμου. 1. Ιμπν Αμπντ αλ Ραχμάν αλ Φιχρί (8ος αι. μ.Χ.). Ο τελευταίος Μαυριτανός κυβερνήτης της Ισπανίας (747 756). Το 756 επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να υπερασπίσει την Κόρντομπα από τον Αμπντ αλ… … Dictionary of Greek
Ετεόνικος — (β’ μισό 5ου – α’ μισό 4ου αι. π.Χ.). Σπαρτιάτης στρατηγός του Πελοποννησιακού πόλεμου. Διορίστηκε πρώτα άρχοντας της Μηθύμνης και Ερεσού στη Λέσβο (412 π.Χ.), έγινε μετά από δύο χρόνια αρμοστής στη Θάσο και στη Μυτιλήνη, όταν (το 406 π.Χ.)… … Dictionary of Greek
Εύδαμος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου (4ος αι. π.Χ.). Το 318 π.Χ. έγινε διοικητής των ινδικών χωρών, αφού δολοφόνησε τον βασιλιά των Ινδιών Πώρο. Διοίκησε μαζί με τον Ταξίλο. Το φθινόπωρο του 318 έχοντας μαζί του 120… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… … Dictionary of Greek
Κλεομένης — I Όνομα τριών βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Κ. Α’ (; – 490; π.Χ.). Βασιλιάς της Σπάρτης (520 490 π.Χ.). Ήταν γιος του Αναξανδρίδα Β’, από το βασιλικό γένος των Αγιαδών. Ανέβηκε στον θρόνο περίπου το 520 π.Χ. Ηγήθηκε του σπαρτιατικού στρατού που… … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… … Dictionary of Greek