-
1 υποδημάτιον
-
2 ὑποδημάτιον
-
3 ὑποδημάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποδημάτιον
-
4 υποδημάτια
-
5 ὑποδημάτια
-
6 μολύβδινος
A leaden, of lead, Cratin.318, Eup.171; μ. ἴχνος leaden sole, Hp.Art.62 (prob. l.); ὑποδημάτιον ibid.; μ. κανών, of a flexible architectural instrument, Arist.EN 1137b30;μ. σηκώματα Plb. 8.5.9
;μ. κεραμίδες Moschio
ap.Ath.5.207b;πῖλος Gal.19.701
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μολύβδινος
-
7 πτύσχλοι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτύσχλοι
-
8 δέω 1
δέω 1.Grammatical information: v.Meaning: `bind'.Other forms: Aeol. etc. δίδημι (s. below), aor. δῆσαι, perf. Med. δέδεμαι (Il.), with δέδεκα (Att.), aor. pass. δεθῆναι (Att.)Derivatives: - δημα (as simplex [= Skt. dā́man-, s. below] only sch. A. R. 2, 535) esp. in ὑπόδημα `shoe, sandal' (Od.) with ὑποδημάτιον (Hp.), ὑποδηματάριος `shoemaker' (Hypata IIp), διάδημα `band, diadem' (X.) with διαδηματίζομαι (Aq.); sec. zero grade in δέμα (Plb.). δεσμός, pl. also δεσμά, δέσματα `band, fetter' (Il.; on σμ- Schwyzer 493 and Chantraine 140f.) with several deriv: δέσμιος `fettered' (trag.), δεσμίης μαστιγίας, ὅς ἄξιός ἐστι δεσμῶν H., δεσμίς (Hp.), δεσμίδιον (Dsc.), δεσμάτιον (Sch.), δεσμώματα pl. `fetters' (A.); δεσμώτης `prisoner' and δεσμωτήριον `prison' (Ion.-Att.); denomin. δεσμεύω `bind, fetter' (Hes.) with rare δεσμευτής (Sch.), δεσμευτικός (Pl.), δεσμευτήριον (pap.), δέσμευσις (pap.); δεσμέω `id.' (hell. and late) with δέσμημα (Tz.); - ἀναδέσμη `band for the hair of women' (Χ 469), δέσμη `bundle' (Att.). δέσις `binding etc.' (Pl.), esp. ὑπό-δεσις `binding of shoes, sandals' (Ion.- Att.). δεταί pl. `torch, fire' (Λ 554, Ar. V. 1361, H.); rather verbal noun `binding, bundle' than from δετός (Opp.); dimin. δετίς (Gal.). δητοί pl. `bundle' ( Sammelb. 1, 5, IIIp). - δετήρ, - δέτης in ἀμαλλο-δετῆρες `binder of sheaves' (Σ 553, 554; s. Chantr. Form. 323; right in) ἀμαλλο-δέται (Theok., AP) as ἱππο-δέτης (S.), κηρο-δέτας (E. in lyr.). δέμνια, κρήδεμνα s. v.Etymology: Directly agree δετός ( διά-δετος A., δετός Opp.) and Skt. ditá- `bound' as well as δῆμα ( ὑπό-δημα etc.; s. above) and Skt. dā́man- `band'. Of the presents δίδημι (Λ 105) is prob. an innovation to δήσω, δῆσαι etc. after θήσω: τίθημι. The ε-vowel in δέω, δέσις, δετός etc. like that in τί-θε-μεν, θέσις etc. must be the zero grade dh₁- beside dē- in δήσω etc.; (the Skt. pres. - dyati (ā́-dyati) `bind' from *dh₁-i̯e-ti.).Page in Frisk: 1,374-375Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δέω 1
См. также в других словарях:
ὑποδημάτιον — shoes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδημάτια — ὑποδημάτιον shoes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολύβδινος — η, ο (ΑΜ μολύβδινος, ίνη, ον, Α και μολίβδινος και μολύβινος, ίνη, ον, Μ και μολίβινος, ίνη, ον) [μόλυβδος] αυτός που έχει κατασκευαστεί από μόλυβδο ή συνίσταται από μόλυβδο, μολυβένιος, μολυβωτός («μολύβδινον ὑποδημάτιον», Ιππκρ.) νεοελλ. φρ.… … Dictionary of Greek
πτύσχλοι — οἱ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπόδημα ἀνδρεῑον» 2. (κατά τον Φώτ.) «ὑποδημάτιόν τι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από τη λ. ἕπτυσχλοι «ανδρικό υπόδημα που δενόταν με επτά ιμάντες» με σίγηση τού αρκτικού ε ] … Dictionary of Greek
υποδεμάτιον — τὸ, Α βλ. ὑποδημάτιον … Dictionary of Greek