-
1 δετής
-
2 δετῆς
-
3 δέω 1
δέω 1.Grammatical information: v.Meaning: `bind'.Other forms: Aeol. etc. δίδημι (s. below), aor. δῆσαι, perf. Med. δέδεμαι (Il.), with δέδεκα (Att.), aor. pass. δεθῆναι (Att.)Derivatives: - δημα (as simplex [= Skt. dā́man-, s. below] only sch. A. R. 2, 535) esp. in ὑπόδημα `shoe, sandal' (Od.) with ὑποδημάτιον (Hp.), ὑποδηματάριος `shoemaker' (Hypata IIp), διάδημα `band, diadem' (X.) with διαδηματίζομαι (Aq.); sec. zero grade in δέμα (Plb.). δεσμός, pl. also δεσμά, δέσματα `band, fetter' (Il.; on σμ- Schwyzer 493 and Chantraine 140f.) with several deriv: δέσμιος `fettered' (trag.), δεσμίης μαστιγίας, ὅς ἄξιός ἐστι δεσμῶν H., δεσμίς (Hp.), δεσμίδιον (Dsc.), δεσμάτιον (Sch.), δεσμώματα pl. `fetters' (A.); δεσμώτης `prisoner' and δεσμωτήριον `prison' (Ion.-Att.); denomin. δεσμεύω `bind, fetter' (Hes.) with rare δεσμευτής (Sch.), δεσμευτικός (Pl.), δεσμευτήριον (pap.), δέσμευσις (pap.); δεσμέω `id.' (hell. and late) with δέσμημα (Tz.); - ἀναδέσμη `band for the hair of women' (Χ 469), δέσμη `bundle' (Att.). δέσις `binding etc.' (Pl.), esp. ὑπό-δεσις `binding of shoes, sandals' (Ion.- Att.). δεταί pl. `torch, fire' (Λ 554, Ar. V. 1361, H.); rather verbal noun `binding, bundle' than from δετός (Opp.); dimin. δετίς (Gal.). δητοί pl. `bundle' ( Sammelb. 1, 5, IIIp). - δετήρ, - δέτης in ἀμαλλο-δετῆρες `binder of sheaves' (Σ 553, 554; s. Chantr. Form. 323; right in) ἀμαλλο-δέται (Theok., AP) as ἱππο-δέτης (S.), κηρο-δέτας (E. in lyr.). δέμνια, κρήδεμνα s. v.Etymology: Directly agree δετός ( διά-δετος A., δετός Opp.) and Skt. ditá- `bound' as well as δῆμα ( ὑπό-δημα etc.; s. above) and Skt. dā́man- `band'. Of the presents δίδημι (Λ 105) is prob. an innovation to δήσω, δῆσαι etc. after θήσω: τίθημι. The ε-vowel in δέω, δέσις, δετός etc. like that in τί-θε-μεν, θέσις etc. must be the zero grade dh₁- beside dē- in δήσω etc.; (the Skt. pres. - dyati (ā́-dyati) `bind' from *dh₁-i̯e-ti.).Page in Frisk: 1,374-375Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δέω 1
-
4 ζυγοδέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζυγοδέτης
-
5 κηροδέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηροδέτης
-
6 κισσοδέτας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κισσοδέτας
-
7 μαχαιροδέτης
A sword-belt, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαιροδέτης
-
8 οὐλοδέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐλοδέτης
-
9 παλαιετής
πᾰλαι-ετής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλαιετής
-
10 πανδέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανδέτης
-
11 ταυροδέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταυροδέτης
-
12 ἀμαλλοδέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμαλλοδέτης
-
13 ἀμφιδέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιδέτης
-
14 ἀσκοδέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσκοδέτης
-
15 ἐμβολοδέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβολοδέτης
-
16 ἱπποδέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποδέτης
-
17 ὀστοδέτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀστοδέτης
См. также в других словарях:
δέτης — ο (AM δέτης) [δω (δέω)] αυτός με τον οποίο δένουν κάτι ή αυτός που δένει κάτι νεοελλ. 1. ναυτ. λεπτό σκοινί για δέσιμο, αναδέτης, διαθέτης, επιδέτης, σάγουλα 2. (για βιβλία) η ταινία που συγκρατεί τα τυπογραφικά φύλλα τών δεμένων βιβλίων … Dictionary of Greek
δετῆς — δετή fem gen sg (attic epic ionic) δετός that may be bound fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδέτης — καταδέτης, ὁ (Α) εγκάρσια δοκός σύνδεσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δέτης (< δέτης < δέω (Ι) «δένω»), πρβλ. αμφι δέτης, συν δέτης] … Dictionary of Greek
ιστιοδέτης — ὁ ναυτ. σχοινί, με μήκος πέντε ή έξι οργιές, κατάλληλο για το δέσιμο τών ιστίων, κν. σάγουλα τών πανιών τής αποθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + δέτης (< δέω[ΙΙ]), πρβλ. αγκυρο δέτης, λαιμο δέτης] … Dictionary of Greek
κνημοδέτης — ο ταινία που συγκρατεί τις κάλτσες, καλτσοδέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. λαιμο δέτης, μυστακο δέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
λαιμοδέτης — ο 1. λωρίδα από ύφασμα η οποία δένεται γύρω από το περιλαίμιο τού υποκαμίσου σχηματίζοντας κόμπο, κυ. γραβάτα 2. ναυτ. λαιμόδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + δέτης (< δέω [ΙΙ] «δένω»), πρβλ. γλωσσο δέτης, κομπο δέτης. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ … Dictionary of Greek
μηχανοδέτης — μηχανοδέτης, ὁ (Α) τεχνίτης ο οποίος συναρμολογεί μηχανές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + δέτης (< δέω «δένω») πρβλ. λαιμο δέτης, μαχαιρο δέτης] … Dictionary of Greek
πρυμνοδέτης — ο, Ν ναυτ. χοντρό σχοινί τής πρύμνης με το οποίο το πλοίο προσδένεται στην ακτή ή σε άλλο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + δέτης (< δένω), πρβλ. γλωσσο δέτης, λαιμο δέτης] … Dictionary of Greek
καλτσοδέτης — ο καλτσοδέτα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλτσα + δέτης (< δένω), πρβλ. λαιμο δέτης] … Dictionary of Greek
κεφαλοδέτης — ο ναυτ. αγκυρόδεσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + δέτης (< δέτης < δέω (II) «δένω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek
κηροδέτης — κηροδέτης, δωρ. τ. κηροδέτας, ὁ (Α) κηρόδετος* («κηροδέτας κάλαμος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + δέτης (< δέω [II] «δένω»), πρβλ. γλωσσο δέτης, λαιμο δέ της] … Dictionary of Greek