Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δέτης

См. также в других словарях:

  • δέτης — ο (AM δέτης) [δω (δέω)] αυτός με τον οποίο δένουν κάτι ή αυτός που δένει κάτι νεοελλ. 1. ναυτ. λεπτό σκοινί για δέσιμο, αναδέτης, διαθέτης, επιδέτης, σάγουλα 2. (για βιβλία) η ταινία που συγκρατεί τα τυπογραφικά φύλλα τών δεμένων βιβλίων …   Dictionary of Greek

  • δετῆς — δετή fem gen sg (attic epic ionic) δετός that may be bound fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδέτης — καταδέτης, ὁ (Α) εγκάρσια δοκός σύνδεσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δέτης (< δέτης < δέω (Ι) «δένω»), πρβλ. αμφι δέτης, συν δέτης] …   Dictionary of Greek

  • ιστιοδέτης — ὁ ναυτ. σχοινί, με μήκος πέντε ή έξι οργιές, κατάλληλο για το δέσιμο τών ιστίων, κν. σάγουλα τών πανιών τής αποθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + δέτης (< δέω[ΙΙ]), πρβλ. αγκυρο δέτης, λαιμο δέτης] …   Dictionary of Greek

  • κνημοδέτης — ο ταινία που συγκρατεί τις κάλτσες, καλτσοδέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. λαιμο δέτης, μυστακο δέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • λαιμοδέτης — ο 1. λωρίδα από ύφασμα η οποία δένεται γύρω από το περιλαίμιο τού υποκαμίσου σχηματίζοντας κόμπο, κυ. γραβάτα 2. ναυτ. λαιμόδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + δέτης (< δέω [ΙΙ] «δένω»), πρβλ. γλωσσο δέτης, κομπο δέτης. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ …   Dictionary of Greek

  • μηχανοδέτης — μηχανοδέτης, ὁ (Α) τεχνίτης ο οποίος συναρμολογεί μηχανές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + δέτης (< δέω «δένω») πρβλ. λαιμο δέτης, μαχαιρο δέτης] …   Dictionary of Greek

  • πρυμνοδέτης — ο, Ν ναυτ. χοντρό σχοινί τής πρύμνης με το οποίο το πλοίο προσδένεται στην ακτή ή σε άλλο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + δέτης (< δένω), πρβλ. γλωσσο δέτης, λαιμο δέτης] …   Dictionary of Greek

  • καλτσοδέτης — ο καλτσοδέτα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλτσα + δέτης (< δένω), πρβλ. λαιμο δέτης] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλοδέτης — ο ναυτ. αγκυρόδεσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + δέτης (< δέτης < δέω (II) «δένω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • κηροδέτης — κηροδέτης, δωρ. τ. κηροδέτας, ὁ (Α) κηρόδετος* («κηροδέτας κάλαμος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + δέτης (< δέω [II] «δένω»), πρβλ. γλωσσο δέτης, λαιμο δέ της] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»