Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπογρᾰφ-ή

См. также в других словарях:

  • υπογράφομαι — υπογράφομαι, υπογράφ(τ)ηκα, υπο(γε)γραμμένος βλ. πίν. 122 Σημειώσεις: υπογράφομαι : η μτχ. παρακειμένου χρησιμοποιείται και ως ουσιαστικό (η υπογεγραμμένη → τονικό σημάδι που γραφόταν κάποτε κάτω από ορισμένα φωνήεντα) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υπογράφω — υπόγραψα και υπέγραψα, υπογράφ(τ)ηκα, υπογραμμένος 1. βάζω την υπογραφή μου κάτω από το κείμενο ως απόδειξη ότι αποδέχομαι ή βεβαιώνω το περιεχόμενό του. Το ψήφισμα υπογράφτηκε απ όλους τους συνέδρους. 2. επικυρώνω με την υπογραφή μου συμφωνία,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»