-
1 υπογραμμός
-
2 ὑπογραμμός
-
3 ὑπογραμμός
ὑπογραμμός, οῦ, ὁ lit. ‘model, pattern’ to be copied in writing or drawing (2 Macc 2:28; cp. ὑπογράφειν Pla., Protag. 326d; also Just.), then a model of behavior, example (Ps.Clem., Hom. 4, 16; cp. Pla., Leg. 4, 711b πάντα ὑπογράφειν τῷ πράττειν) of Paul ὑπομονῆς γενόμενος μέγιστος ὑπογραμμός 1 Cl 5:7. Mostly of Christ 1 Pt 2:21; 1 Cl 16:17; 33:8; τοῦτον ἡμῖν τὸν ὑπογραμμὸν ἔθηκε διʼ ἑαυτοῦ Pol 8:2.—DELG s.v. γράφω. M-M. -
4 υπογραμμος
-
5 ὑπογραμμός
ὑπογραμμός, ὁ,A writing-copy, pattern, model, outline, LXX 2 Ma. 2.28, 1 Ep.Pet.2.21; ὑ. παιδικοί copy-heads for children, containing all the letters of the alphabet, of which three forms have been preserved by Clem.Al.Strom.5.8.49,48—μάρπτε σφὶγξ κλὼψ ζβυχθηδόν, βέδυ ζὰψ χθὼμ πλῆκτρον σφίγξ, and κναξζβὶ χθύπτης φλεγμὼ δρόψ, which last was wrongly ascribed to Thespis (Fr.4).II outline,σκιὰ καὶ ὑ. Ph.Fr.7
H.;πρὸς ἣν ἕκαστος ἔχει παρασκευὴν τὸν τακτικὸν δεῖ ὑπογραμμὸν τιθέναι τοῦ πλήθους Ael.Tact.8.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπογραμμός
-
6 υπογραμμός
ο образец, модель, эталон;§ τύπος και υπογραμμός — образец, эталон (о человеке)
-
7 ὑπογραμμός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ὑπογραμμός
-
8 υπογραμμός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > υπογραμμός
-
9 ὑπογραμμός
пример, образец.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑπογραμμός
-
10 ὑπογραμμός
-
11 ὑπογραμμός
ὑπο-γραμμός, ὁ, Vorschrift, Muster, Vorbild; παιδικοὶ ὑπογραμμοί, Vorschriften für die Kinder, in denen sämtliche Buchstaben des s in Wörter zusammengestellt waren -
12 τύπος
ο1) форма, вид, тип; 2) образец (тж. перен.); модель, форма, шаблон; трафарет;είναι τύπος και υπογραμμός — отличаться образцовым поведением;
3) формальность; форма; проформа (разг); церемония;άνθρωπος των τύπων — чопорный, церемонный человек;
δικονομικοί τύποι — процессуальные формы;
τύπος χωρίς σημασία — пустая формальность;
κρατώ τούς τύπους — а) (тж. τηρώ τούς τύπους) — соблюдать все формальности;
б) соблюдать церемонии, церемониться;χωρίς τύπους — без церемоний;
γιά τον τύπο — формально; — для проформы, для вида; — для отвода глаз (разг);
4) след, отпечаток;5) печать, пресса;περιοδικός τύπος — периодическая печать, пресса;
δημοσιεύω στον τύπο — опубликовать в печати;
διά τού τύπου — через газету, печать;
6) формула;7) тип (неодобр. — о человеке);ΰποπτος τύπος — подозрительный тип;
είναι ένας τύπ! — вот это тип!;
τί τύπος είναι αυτός; — что это за тип?;
§ κατά τύπους — с виду, на вид
-
13 υπογραμμοίς
-
14 ὑπογραμμοῖς
-
15 υπογραμμού
-
16 ὑπογραμμοῦ
-
17 υπογραμμοί
-
18 ὑπογραμμοί
-
19 υπογραμμούς
-
20 ὑπογραμμούς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑπογραμμός — writing copy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπογραμμός — ο / ὑπογραμμός, ΝΜΑ [υπογράφω] 1. δείγμα για γραφή, υπόδειγμα 2. παράδειγμα, πρότυπο νεοελλ. φρ. «τύπος και υπογραμμός» (για πρόσ.) πρότυπο για μίμηση μσν. αρχ. διδαχή, μάθημα («ὑπογραμμὸν ἡμῑν καὶ διὰ τούτων δίδωσιν ὁ σωτήρ, μὴ φρονεῑν ἐφ… … Dictionary of Greek
υπογραμμός — ο δείγμα για γραφή, υπόδειγμα, πρότυπο, παράδειγμα: Τύπος και υπογραμμός (πρότυπο άξιο για μίμηση, υποδειγματικός άνθρωπος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπογραμμοῖς — ὑπογραμμός writing copy masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογραμμοί — ὑπογραμμός writing copy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογραμμοῦ — ὑπογραμμός writing copy masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογραμμούς — ὑπογραμμός writing copy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογραμμῶν — ὑπογραμμός writing copy masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογραμμῷ — ὑπογραμμός writing copy masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογραμμόν — ὑπογραμμός writing copy masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
подписание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (ὑπογραμμός) образ, пример … Словарь церковнославянского языка