Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὑπευθύνων

См. также в других словарях:

  • ὑπευθύνων — ὑπευθύ̱νων , ὑπεύθυνος liable to give account for masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεύθυνος — η, ο/ ὑπεύθυνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός ο οποίος έχει την ευθύνη για κάτι, υπαίτιος (α. «ο κύριος υπεύθυνος τής οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας ὑπεύθυνος», Λουκιαν. γ. «προσκλήσεώς ἐστιν ὑπεύθυνος», Δημοσθ.) 2. αυτός που έχει την ευθύνη, από… …   Dictionary of Greek

  • Νυρεμβέργη — (Nurnberg). Πόλη (486.400 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κρατίδιο της Βαυαρίας. Βρίσκεται στις όχθες του Πέγκνιτς, παραπόταμου του Μάιν στο κέντρο της μεγάλης λεκάνης της Μέσης Φραγκονίας που περικλείεται από τα υψώματα του Φρανκενχέε …   Dictionary of Greek

  • виноватыи — (65) пр. 1.Виновный, провинившийся в чем л.; признаваемый виновным: виноватъ ли боудеть своѩ емоу волѩ. или правъ боудѣть. а •і҃• гри(в). сѣрѣбра за соромъ емоу възѩти. Гр 1239 (смол.); Оже кто оубьѥть женоу то тѣмь же судомь соудити. ˫ако же и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • LOGISTAE — apud Athenienses, magistratus erant, forte capti, decem numero, apud quos rationes gesti sui magistratûs referebant cum οἱ εν ἀρχῇ, intra 30. ab abdicato magistratu dies. Hos eo sdem cum τοῖς Ε᾿υθύνοις, fuisse, putat Auctor Etymologici, diverso… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αναδάσωση — Αποκατάσταση της δασικής βλάστησης που έχει περιοριστεί ή καταστραφεί από διάφορες αιτίες, όπως είναι η υπερβολική και αλόγιστη αποψίλωση, οι πυρκαγιές, οι κατολισθήσεις εδαφών, οι επιδρομές παρασίτων κλπ. Η α. αποτελεί πρόβλημα ζωτικού… …   Dictionary of Greek

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • κηδεμονία — Διεθνές σύστημα διοίκησης και εποπτείας του διεθνούς δικαίου, που προβλέπεται από τα άρθρα 75 91 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο αντικατέστησε το παλαιότερο σύστημα της εντολής της Κοινωνίας των Εθνών. Περιλαμβάνει τα εδάφη που διατελούσαν …   Dictionary of Greek

  • κουνούπι — Κοινή ονομασία δίπτερων εντόμων της οικογένειας culicidae, της υπόταξης των νηματοκέρων. Τα κ. έχουν λεπτό σώμα, που ανάλογα με το είδος μπορεί να ποικίλλει σε μήκος από 3 έως 15 χιλιοστά, και το οποίο φέρει μακριά πόδια. Το μικρό κεφάλι τους… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»