-
1 υπερσκελης
См. также в других словарях:
υπερσκελής — ές, Α αυτός που έχει δυσανάλογα μεγάλο το ένα σκέλος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. περι σκελής] … Dictionary of Greek
1 υπερσκελης
υπερσκελής — ές, Α αυτός που έχει δυσανάλογα μεγάλο το ένα σκέλος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. περι σκελής] … Dictionary of Greek