Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὑπερσκελής

См. также в других словарях:

  • υπερσκελής — ές, Α αυτός που έχει δυσανάλογα μεγάλο το ένα σκέλος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. περι σκελής] …   Dictionary of Greek

  • ὑπερσκελές — ὑπερσκελής with one leg too long masc/fem voc sg ὑπερσκελής with one leg too long neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՐՁՐԱՍՐՈՒՆ — ( ) NBH 1 465 Chronological Sequence: Unknown date ա. ὐπερσκελής Որոյ սրունքն են բարձր քան զսովորականն. ճիվերը բարձր. ... *Իբրու արդ բարձրասրուն, եւ կամ այլ ինչ վերագոյն քան զունակութիւն անչափ՝ գարշելի է. Պղատ. տիմ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»