-
1 υπερεκθεραπευω
окружать преувеличенным уходомὑ. τινά Aeschin. — всячески прислуживаться к кому-л., стараться угодить
См. также в других словарях:
υπερεκθεραπεύω — Α με υπερβολικές περιποιήσεις προσπαθώ να κερδίσω την εύνοια κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκθεραπεύω «με περιποιήσεις κάνω φίλο μου κάποιον»] … Dictionary of Greek