Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπερεκθεραπεύω

См. также в других словарях:

  • υπερεκθεραπεύω — Α με υπερβολικές περιποιήσεις προσπαθώ να κερδίσω την εύνοια κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκθεραπεύω «με περιποιήσεις κάνω φίλο μου κάποιον»] …   Dictionary of Greek

  • ὑπερεκθεραπεύσας — ὑπερεκθεραπεύσᾱς , ὑπερεκθεραπεύω seek to win by excessive attention aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ὑπερεκθεραπεύσᾱς , ὑπερεκθεραπεύω seek to win by excessive attention aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»