-
1 υπερεκθεραπευω
окружать преувеличенным уходомὑ. τινά Aeschin. — всячески прислуживаться к кому-л., стараться угодить
-
2 ὑπερεκθεραπεύω
A seek to win by excessive attention, Aeschin.2.154.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερεκθεραπεύω
-
3 ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερ-εκ-θεραπεύω, durch geleistete Dienste oder bezeigte Achtung überaus zu gewinnen suchen -
4 υπερεκθεραπεύσας
ὑπερεκθεραπεύσᾱς, ὑπερεκθεραπεύωseek to win by excessive attention: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)ὑπερεκθεραπεύσᾱς, ὑπερεκθεραπεύωseek to win by excessive attention: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 ὑπερεκθεραπεύσας
ὑπερεκθεραπεύσᾱς, ὑπερεκθεραπεύωseek to win by excessive attention: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)ὑπερεκθεραπεύσᾱς, ὑπερεκθεραπεύωseek to win by excessive attention: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
υπερεκθεραπεύω — Α με υπερβολικές περιποιήσεις προσπαθώ να κερδίσω την εύνοια κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκθεραπεύω «με περιποιήσεις κάνω φίλο μου κάποιον»] … Dictionary of Greek
ὑπερεκθεραπεύσας — ὑπερεκθεραπεύσᾱς , ὑπερεκθεραπεύω seek to win by excessive attention aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ὑπερεκθεραπεύσᾱς , ὑπερεκθεραπεύω seek to win by excessive attention aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… … Dictionary of Greek