-
1 υπερακρως
См. также в других словарях:
υπέρακρος — ον, Α πολύ απόκρημνος («ὑπέρακροι λόφοι», Αιλ.). επίρρ... ὑπεράκρως Α μτφ. πέρα από κάθε μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ακρος (< ἄκρη / ἄκρα), πρβλ. ἔπ ακρος, ὕπ ακρος] … Dictionary of Greek
1 υπερακρως
υπέρακρος — ον, Α πολύ απόκρημνος («ὑπέρακροι λόφοι», Αιλ.). επίρρ... ὑπεράκρως Α μτφ. πέρα από κάθε μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ακρος (< ἄκρη / ἄκρα), πρβλ. ἔπ ακρος, ὕπ ακρος] … Dictionary of Greek