-
1 ὑπερακρατής
ὑπερακρᾰτής, ές,A very incontinent, only in Adv.-τῶς, ζῆν D.61.45
(vv.ll. ὑπερακράτως, ὑπεράκρως).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερακρατής
-
2 ὑπέρακρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπέρακρος
См. также в других словарях:
υπέρακρος — ον, Α πολύ απόκρημνος («ὑπέρακροι λόφοι», Αιλ.). επίρρ... ὑπεράκρως Α μτφ. πέρα από κάθε μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ακρος (< ἄκρη / ἄκρα), πρβλ. ἔπ ακρος, ὕπ ακρος] … Dictionary of Greek