-
1 υπεροψία
ὑπεροψίᾱ, ὑπεροψίαcontempt: fem nom /voc /acc dualὑπεροψίᾱ, ὑπεροψίαcontempt: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ὑπεροψίαι, ὑπεροψίαcontempt: fem nom /voc plὑπεροψίᾱͅ, ὑπεροψίαcontempt: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 υπεροψια
-
3 ὑπεροψία
ὑπεροψία, ἡ,A contempt, disdain,τῶν νόμων Th.1.84
;τῶν συμμάχων Isoc.8.96
;ἡ πρὸς τὰς κολάσεις ὑ. J.BJ3.7.33
: abs., Lys.12.93, Isoc. 12.242, Phld.Vit.p.29 J., Alex.Aphr.in Top.254.26, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεροψία
-
4 ὑπεροψία
Βλ. λ. υπεροψία -
5 ὑπεροψίᾳ
Βλ. λ. υπεροψία -
6 υπεροψία
η высокомерие, надменность -
7 υπεροψία
[ипэропсиа] ουσ θ надменность, высокомерие, презрительное отношение. -
8 ὑπεροψία
ὑπερ-οψία, Verachtung, Hoch-, Übermut -
9 υπεροψία
kibir, tepeden bakma -
10 υπεροψία
arrogance -
11 υπεροψία
arogancja (f) rzecz. -
12 υπεροψία
1) arogance2) arogantnost3) drzost4) nadutost -
13 υπεροψία
arroganceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υπεροψία
-
14 υπεροψίας
ὑπεροψίᾱς, ὑπεροψίαcontempt: fem acc plὑπεροψίᾱς, ὑπεροψίαcontempt: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 ὑπεροψίας
ὑπεροψίᾱς, ὑπεροψίαcontempt: fem acc plὑπεροψίᾱς, ὑπεροψίαcontempt: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 υπεροψίαι
ὑπεροψίαcontempt: fem nom /voc plὑπεροψίᾱͅ, ὑπεροψίαcontempt: fem dat sg (attic doric aeolic) -
17 ὑπεροψίαι
ὑπεροψίαcontempt: fem nom /voc plὑπεροψίᾱͅ, ὑπεροψίαcontempt: fem dat sg (attic doric aeolic) -
18 υπεροψίαν
-
19 ὑπεροψίαν
-
20 ἀ-γνωσία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑπεροψία — ὑπεροψίᾱ , ὑπεροψία contempt fem nom/voc/acc dual ὑπεροψίᾱ , ὑπεροψία contempt fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεροψία — η / ὑπεροψία, ΝΜΑ [ὑπέροπτος (Ι)] η ιδιότητα τού υπερόπτη, έπαρση, αλαζονεία, οίηση, ξιπασιά (α. «η υπεροψία του δεν έχει όρια» β. «δόξαν εἰληφὼς ὑπεροψίας», Πλούτ.) αρχ. 1. περιφρόνηση, καταφρόνια («ὑπεροψίας τῶν συμμάχων», Ισοκρ.) 2. (με θετ.… … Dictionary of Greek
ὑπεροψίᾳ — ὑπεροψίαι , ὑπεροψία contempt fem nom/voc pl ὑπεροψίᾱͅ , ὑπεροψία contempt fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεροψία — η η ιδιότητα του υπερόπτη (βλ. λ.), έπαρση, αλαζονεία, ξιπασιά: Το πήρε πάνω του και φέρεται με υπεροψία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπεροψίας — ὑπεροψίᾱς , ὑπεροψία contempt fem acc pl ὑπεροψίᾱς , ὑπεροψία contempt fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροψίαι — ὑπεροψία contempt fem nom/voc pl ὑπεροψίᾱͅ , ὑπεροψία contempt fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροψίαν — ὑπεροψίᾱν , ὑπεροψία contempt fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροψίαις — ὑπεροψία contempt fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροψίη — ὑπεροψία contempt fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρένθος — βρένθος, ο (Α) 1. ονομασία μεγαλοπρεπούς θαλάσσιου πτηνού 2. είδος ωδικού πτηνού 3. αλαζονικός τρόπος, υπεροψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βρένθος, βρενθύομαι αποτελούν λέξεις άγνωστης ετυμολογίας, ενώ ανερμήνευτη παραμένει η μεταξύ τους ακριβής σχέση. Η… … Dictionary of Greek
буесть — (2) 1. Храбрость, отвага, ярость в битве: О моя сыновчя, Игорю и Всеволоде! рано еста начала Половецкую землю мечи цвѣлити, а себѣ славы искати. ...Ваю храбрая сердца въ жестоцемъ харалузѣ скована, а въ буести закалена. 26. А ты, буи Романе, и… … Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"