-
1 υπερκειμένα
ὑπερκειμένᾱ, ὑπέρκειμαιlie above: perf part mp fem nom /voc /acc dualὑπερκειμένᾱ, ὑπέρκειμαιlie above: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)ὑπερκειμένᾱ, ὑπέρκειμαιlie above: pres part mp fem nom /voc /acc dualὑπερκειμένᾱ, ὑπέρκειμαιlie above: pres part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ὑπερκειμένα
ὑπερκειμένᾱ, ὑπέρκειμαιlie above: perf part mp fem nom /voc /acc dualὑπερκειμένᾱ, ὑπέρκειμαιlie above: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)ὑπερκειμένᾱ, ὑπέρκειμαιlie above: pres part mp fem nom /voc /acc dualὑπερκειμένᾱ, ὑπέρκειμαιlie above: pres part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 υπερκείμενα
ὑπέρκειμαιlie above: perf part mp neut nom /voc /acc plὑπέρκειμαιlie above: pres part mp neut nom /voc /acc pl -
4 ὑπερκείμενα
ὑπέρκειμαιlie above: perf part mp neut nom /voc /acc plὑπέρκειμαιlie above: pres part mp neut nom /voc /acc pl -
5 υπερκειμένας
ὑπερκειμένᾱς, ὑπέρκειμαιlie above: perf part mp fem acc plὑπερκειμένᾱς, ὑπέρκειμαιlie above: perf part mp fem gen sg (doric aeolic)ὑπερκειμένᾱς, ὑπέρκειμαιlie above: pres part mp fem acc plὑπερκειμένᾱς, ὑπέρκειμαιlie above: pres part mp fem gen sg (doric aeolic) -
6 ὑπερκειμένας
ὑπερκειμένᾱς, ὑπέρκειμαιlie above: perf part mp fem acc plὑπερκειμένᾱς, ὑπέρκειμαιlie above: perf part mp fem gen sg (doric aeolic)ὑπερκειμένᾱς, ὑπέρκειμαιlie above: pres part mp fem acc plὑπερκειμένᾱς, ὑπέρκειμαιlie above: pres part mp fem gen sg (doric aeolic) -
7 υπερκειμαι
1) лежать сверху(τινος, редко τινι Arst.)
ὑ. τινος Arst. — лежать поверх чего-л., находиться над чем-л.2) быть расположенным выше, т.е. дальше(ἥ Λυδία καὴ ἥ ἄλλη ἥ ὑπερκειμένη χώρα Isocr.)
οἱ ὑπερκείμενοι τῆς Μακεδονίας Polyb. — обитающие за Македонией3) нависать(τὰ ὑπερκείμενα κρημνά Polyb.)
4) откладываться(ὑπερκείσεται αὕτη ἥ δίκη Luc.)
-
8 ὑπέρκειμαι
A lie above, esp. of place, to be placed or situated above or beyond,οἱ ὑπερκείμενοι τῆς Μακεδονίας βάρβαροι Plb.4.29.1
, cf. 5.44.10, Str.9.5.19;ἡ ὀφρὺς ὑ. τοῦ ὄμματος Philostr.Jun.Im.2
, cf. Sor.1.8, al., Gal.6.344, al.: rarely c. dat.,ἔν τινι ὑ. αὐτοῖς νησιδίῳ Arist.Mir. 832a23
:abs., Hp.Fract.8; mostly in part., lying or situated above,ἡ ὑπερκειμένη χώρα Isoc.4.163
;τῶν ὑ. κρημνῶν
overhanging,Plb.
10.30.2.2 metaph., to be placed above (in rank), ὁ -μενος [δαίμων] superior, Plot. 3.4.3, cf. Procl.Inst.56; transcend,τῆς διακρίσεως Dam.Pr. 164
: c. acc., excel, τινα LXX Ez.16.47.3 εἰς πρᾶσιν ὑπερκείμενα put up for sale, PAmh.2.97.5 (ii A. D.), restd. in PGen.5.8 (ii A. D.).II to be delayed, postponed, Luc.Bis Acc.23; τὰς εἰς τὸ τρίτον ἔτος ὑπερκειμένας (sc. ἀρτάβας) BGU1760.24 (i B. C.); cf.ὑπερτίθημι 11.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπέρκειμαι
-
9 ὑπόκειμαι
ὑπόκειμαι, used as [voice] Pass. of ὑποτίθημι, [tense] fut. ὑποκείσομαι Pi.O.1.85, etc., but [tense] aor. ὑπετέθην:—A lie under,ὑπὸ δὲ ξύλα κεῖται Il.21.364
;θεμέλιοι ὑ. Th.1.93
;τὸν μηρὸν ὑποκείμενον ἔχειν Arist.IA 712b32
, cf. PA 686a13, 689b18: c. dat.,τοιαύτης τῆς κρηπῖδος ὑποκειμένης ταῖς πολιτείαις Pl.Plt. 301e
: τὰ ὑποκείμενα, opp. τὰ ὑπερκείμενα, Sor.1.8.2 of places, lie close to,ὑποκειμένης τῆς Εὐβοίας ὑπὸ τὴν Ἀττικήν Isoc. 4.108
;ὑ. τὸ πεδίον τῷ ἱερῷ Aeschin.3.118
;λόφος ὑποκείμενος τοῖς Σιννάκοις Plu.Crass.29
;τὸ τὴν οἰκουμένην ὑποκεῖσθαι πρὸς τοῦτον τὸν τόπον Arist.Mete. 364a7
, cf.Pr. 941b39;<τὰ> πρὸς βορρᾶν καὶ ἄρκτον ὑποκείμενα μέρη τῶν ὀρέων Gp.2.5.1
; τὰ ὑποκείμενα ἐδάφη the adjacent soil, D.S.3.50; ἡ-κειμένη χώρα the adjacent country, ibid. (but, the adjacent low lands, Id.2.37, Plu.Sert.17);ὄρος ὑπόκειται Plb.5.59.4
codd. ( ἐπίκ- Schweigh.);ὁ ὑποκείμενος ποταμός Id.3.74.2
; ὑποκεῖσθαι πρὸς τὴν ο?ὑπόκειμαιXψιν to be presented to the sight, Demetr.Lac.Herc.1013.17.3 to be given below in the text,κατὰ τὴν.. συγγραφήν, ἧς τὸ ἀντίγραφον ὑπόκειται PCair.Zen.355.122
(iii B. C.); γράψον.. τοὺς χαρακτῆρας ὡς ὑπόκειται as below, PMag.Par.1.408; λέγε τὸν λόγον τὸν ὑποκείμενον ib.230; ὡς ὑπόκειται as below, Sammelb.5231.11 (i A. D.), etc.; also, as set forth, PKlein.Form.78 (v/vi A. D.).II in various metaph. senses,1 to be established, set before one (by oneself or another) as an aim or principle, ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται shall be my appointed task, Pi. l. c.; δυοῖν ὑποκειμένοιν ὀνομάτοιν two phrases being prescribed, having legal sanction, D.23.36; ὑπόκειται πρῶτον μὲν διωμοσία, δεύτερον δὲ λόγος the prescribed course is.., ib.71; μένειν ἐπὶ τῶν ὑποκειμένων to abide by one's resolves, Plb.1.19.6, 2.51.1;μένειν ἐπὶ τῆς ὑ. γνώμης Id.1.40.5
; ἐμοὶ ὑπόκειται ὅτι .. for me it is a fixed principle that.., Hdt.2.123, cf. Arist.Oec. 1343b9;νομίζω συμφέρειν.. τοῦθ' ὑποκεῖσθαι D.14.3
; τῶν πραγμάτων ἐν οἷς τὰ ὑποκείμενα διαφέρει τῷ εἴδει things of which the principles differ in kind, Arist.Pol. 1275a35; τὰς ὑποκειμένας μοίρας τξ the conventional 3600, Ptol.Alm.5.1.2 to be assumed as a hypothesis (cf.ὑπόθεσις 111
), Pl.Cra. 436d, al.; ὑπέκειτο μὴ οἷόν τε εἶναι .. Id.Erx. 404b;τούτων ὑποκειμένων Id.Prt. 359a
, R. 478e; τὴν ἐκ τῶν -κειμένων ἀρίστην [πολιτείαν] the best (possible) in the circumstances, opp. to τὴν κρατίστην ἁπλῶς and to τὴν ἐξ ὑποθέσεως, Arist. Pol. 1288b26; let it be taken for granted,Id.
EN 1103b32, cf. 1129a11, al., Gal.15.175; ὑποκείσθω ὅτι .. let it be taken for granted that.., Arist.Pol. 1323b40;ὑ. εἶναι τὴν ἡδονὴν κίνησιν Id.Rh. 1369b33
: so with a nom., ὑ. ἡ ἀρετὴ εἶναι .. Id.EN 1104b27, cf. Rh. 1357a11: c. part.,τοιόνδε ζῷον ὑ. ὄν Id.GA 778b17
: without any Verb, ἡ τοῦ δέρματος φύσις ὑ. γεώδης (sc. εἶναι or οὖσα) ib. 782a29, etc.: cf. ὑποτίθημι IV. 1.4 to be in prospect, ; ; παρ' ὑμῖν ὀργὴ μεγάλη καὶ τιμωρία ὑπόκειται τοῖς τὰ ψευδῆ μαρτυροῦσι is reserved for them, Id.34.19, cf. Lycurg.130; δυοῖν κινδύνοιν -κειμένοιν ibid.;ὁρᾶν τὸν θάνατον ὑποκείμενον PPetr.3p.73
(iii B. C.); (iii B. C.);τοῦτο καὶ τοῖς μηθὲν ἀσεβὲς ἐπιτελεσαμένοις κατὰ τοὺς τοῦ πολέμου νόμους ὑπόκειται παθεῖν Plb.2.58.10
.5 to be subject to, submit to,τῷ ἄρχοντι Pl.Grg. 510c
;βασιλεῖ Philostr. VA3.20
;πατράσιν POxy. 237 vii 16
(ii A. D.);ἐξετάσεσιν PFlor.33.14
(iv A. D.);βασάνοις POxy.58.25
(iii A. D.): abs., pay court to one, ; τῷ λόγῳ to be captivated by the story, Philostr.VA6.14; subdued,Id.
VS2.4.2.6 to be subject to, liable to a penalty, Supp.Epigr.6.424, cf. 415,421, al. ([place name] Iconium), PLond.1.77.53 (vi A. D.): also c. acc.,ὑποκείσεται τῷ φίσκῳ δηνάρια πεντακόσια Rev.Phil.36.61
([place name] Iconium).7 to be pledged or mortgaged, c. gen., for a certain sum, Is.6.33, D.49.11,35;ναῦς ὑποκειμένη ἡμῖν Id.56.4
; τὰ ὑποκείμενα the articles pledged, Syngr. ap.D.35.12; the mortgaged property, SIG1044.28 (Halic., iv/iii B. C.);ἐνέχυρα-κείμενα IG12(7).58
([place name] Amorgos); ὑποκείμενοι, of slaves pledged for a sum of money, D.27.9.b of payments, to have been granted or allocated, ἀποφαίνουσιν ὑποκεῖσθαι ἐν τῇ γραφῇ τῶν εἰς τὰ ἱερὰ (sc. ὑποκειμένων)δίδοσθαι κτλ. UPZ21.4
(ii B. C.), cf. 23.21 (ii B. C.), BGU 1197.4, 1200.28 (both i B. C.): Subst. ὑποκείμενα, τά, = φιλάνθρωπα, salary ( ear-marked proceeds of taxes),τὰ ἐπιβάλλοντά μοι ἐκ τοῦ ἱεροῦ ὑ. PLond.2.357.9
, cf. 5 (i A. D.);ὑ. αἰτεῖ ἀπὸ τῶν κωμῶν BGU23.12
(ii/iii A. D.), cf. OGI665.19,26 (Egypt, i A. D.): c. dat., as part of name of specific taxes,ὑ. βασιλικῇ γραμματείᾳ
ear-marked for the benefit of..,PPar.
17.22 (ii A. D.);ὑ. τοπογραμματείᾳ PSI1.101.18
(ii A. D.), cf. POxy.1436.23 (ii A. D.), etc.: also in sg.,ὑποκείμενον ἐπιστρατηγία BGU 199.14
(ii A. D.), cf. PFlor.375.22 (ii A. D.), etc.: also c. gen.,ὑ. ἐννομίου PRyl.213.72
, al. (ii A. D.); τοπαρχίας ib.73, etc.8 in Philosophy, to underlie, as the foundation in which something else inheres, to be implied or presupposed by something else,ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων.. ὑ. τις ἴδιος οὐσία Pl.Prt. 349b
, cf. Cra. 422d, R. 581c, Ti.Locr.97e: τὸ ὑποκείμενον has three main applications: (1) to the matter which underlies the form, opp. εἶδος, ἐντελέχεια, Arist.Metaph. 983a30; (2) to the substance (matter + form) which underlies the accidents, opp. πάθη, συμβεβηκότα, Id.Cat. 1a20,27, Metaph. 1037b16, 983b16; (3) to the logical subject to which attributes are ascribed, opp. τὸ κατηγορούμενον, Id.Cat. 1b10,21, Ph. 189a31: applications (1 ) and (2 ) are distinguished in Id.Metaph. 1038b5, 1029a1-5, 1042a26-31: τὸ ὑ. is occasionally used of what underlies or is presupposed in some other way, e. g. of the positive termini presupposed by change, Id.Ph. 225a3-7.b exist, τὸ ἐκτὸς ὑποκείμενον the external reality, Stoic.2.48, cf. Epicur.Ep.1pp.12,24 U.;φῶς εἶναι τὸ χρῶμα τοῖς ὑ. ἐπιπῖπτον Aristarch.
Sam. ap. Placit.1.15.5;τὸ κρῖνον τί τε φαίνεται μόνον καὶ τί σὺν τῷ φαίνεσθαι ἔτι καὶ κατ' ἀλήθειαν ὑπόκειται S.E.M.7.143
, cf. 83,90,91, 10.240; = ὑπάρχω, τὰ ὑποκείμενα πράγματα the existing state of affairs, Plb.11.28.2, cf. 11.29.1, 15.8.11,13, 3.31.6, Eun.VSp.474 B.;Τίτος ἐξ ὑποκειμένων ἐνίκα, χρώμενος ὁπλις μοῖς καὶ τάξεσιν αἷς παρέλαβε Plu.Comp.Phil.Flam.2
;τῆς αὐτῆς δυνάμεως ὑποκειμένης Id.2.336b
;ἐχομένου τοῦ προσιόντος λόγου ὡς πρὸς τὸν ὑποκείμενον A.D.Synt.122.17
.c ὁ ὑ. ἐνιαυτός the year in question, D.S.11.75; οἱ ὑ. καιροί the time in question, Id.16.40, Plb.2.63.6, cf. Plu.Comp.Sol.Publ.4; τοῦ ὑ. μηνός the current month, PTeb.14.14 (ii B. C.), al.; ἐκ τοῦ ὑ. φόρου in return for a reduction from the said rent, PCair.Zen.649.18 (iii B. C.); πρὸς τὸ ὑ. νόει according to the context, Gp.6.11.7.9 in logical arrangement, to be subject or subordinate,τῇ.. ἰατρικῇ.. ἡ ὀψοποιικὴ.. ὑ. Pl. Grg. 465b
;ὁ τὴν καθόλου ἐπιστήμην ἔχων οἶδέ πως πάντα τὰ ὑποκείμενα Arist.Metaph. 982a23
, cf. APo. 91a11;ἑκάστη [τέχνη] περὶ τὸ αὐτῇ ὑ. ἐστι διδασκαλική Id.Rh. 1355b28
.b ἡ ὑ. ὕλη the subject-matter of a science or treatise, Id.EN 1094b12, 1098a28, Phld.Po.Herc.1676.3 (pl.); τὸ ὑ. the part affected by a disease, Plb.1.81.6.III trans., = ὑποτέθειμαι, I have appended,ὧν τὸ καθ' ἓν ὑπόκειμαι PTeb. 140
(i B. C.); cf. παράκειμαι ([place name] Addenda).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόκειμαι
См. также в других словарях:
ὑπερκειμένα — ὑπερκειμένᾱ , ὑπέρκειμαι lie above perf part mp fem nom/voc/acc dual ὑπερκειμένᾱ , ὑπέρκειμαι lie above perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) ὑπερκειμένᾱ , ὑπέρκειμαι lie above pres part mp fem nom/voc/acc dual ὑπερκειμένᾱ , ὑπέρκειμαι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκείμενα — ὑπέρκειμαι lie above perf part mp neut nom/voc/acc pl ὑπέρκειμαι lie above pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκειμένας — ὑπερκειμένᾱς , ὑπέρκειμαι lie above perf part mp fem acc pl ὑπερκειμένᾱς , ὑπέρκειμαι lie above perf part mp fem gen sg (doric aeolic) ὑπερκειμένᾱς , ὑπέρκειμαι lie above pres part mp fem acc pl ὑπερκειμένᾱς , ὑπέρκειμαι lie above pres part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρκειμαι — ὑπέρκειμαι ΝΜΑ [κεῑμαι] βρίσκομαι πάνω από κάτι άλλο, κατέχω ψηλότερη θέση (α. «τα υπερκείμενα γεωλογικά στρώματα» β. «τὰ ὑπερκείμενα κρημνά», Πολ. γ. «ἡ ὀφρὺς ὑπέρκειται τοῡ ὄμματος», Φιλόστρ.) νεοελλ. 1. μτφ. δεσπόζω, κυριαρχώ («οι υπερκείμενοι … Dictionary of Greek
διαπυρισμός — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία για να περιγράψει την παραμόρφωση των ιζηματογενών στρωμάτων του φλοιού της Γης υπό την επίδραση αλατοφόρων μαζών, περισσότερο ή λιγότερο πλαστικών, οι οποίες ωθούνται ανοδικά από ισχυρές κατακόρυφες… … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
ECBATANA — I. ECBATANA plur. num. metropolis Mediae, vel ut quidam existimant, regia quaedam magna a Deioce rege Medorum. Strab. l. 11. Ceterum Echatana Polyb. l. 10. videntur πλούτῳ καὶ τῇ τῆς καταςκευῆς πολυτελείᾳ μέγα τι παρα τὰς ἄλλας διενηνο χέναι… … Hofmann J. Lexicon universale
ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… … Dictionary of Greek
εκτροπή — Οπτικό φαινόμενο σχετικό με τη διαδρομή και την παρατήρηση των φωτεινών ακτίνων, οι οποίες παρουσιάζουν φαινομενικές ανωμαλίες ως προς τις προβλεπόμενες τροχιές. γωνία ε. Η γωνία που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της προσπίπτουσας ακτίνας σε μία… … Dictionary of Greek
εξάρτηση — η (Α ἐξάρτησις) [εξαρτώ] το αποτέλεσμα τού εξαρτώ, η ανάρτηση, το κρέμασμα νεοελλ. 1. η υπαγωγή κάποιου στην εξουσία ή στη διάθεση άλλου ατόμου, συνόλου ή καταστάσεως («εξάρτηση από την κρατική οργάνωση») 2. λογική εξάρτηση, αλληλεξάρτηση 3.… … Dictionary of Greek
επιστύλιο — Δοκός που γεφυρώνει ένα άνοιγμα. Ειδικότερα, με αυτή την ονομασία εννοείται η δοκός που επικάθεται στους στύλους των αρχαίων αιγυπτιακών, ελληνικών και ρωμαϊκών ναών και κτιρίων. Έχει χρησιμοποιηθεί και από τους λαούς της προκολομβιανής Αμερικής … Dictionary of Greek