-
1 υπερδέδοικε
-
2 ὑπερδέδοικε
-
3 λεχαῖος
II (λέχος 4
) in the nest, τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων for her nestlings, A.Th. 292 (Lachm., for λεχέων).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεχαῖος
-
4 ὑπερδείδω
A fear for one,ὡς ὑπερδέδοικά σου S.Ant.82
; δράκοντας.. τέκνων ὑπερδέδοικε fears them for or because of.., A.Th. 293 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερδείδω
См. также в других словарях:
ὑπερδέδοικε — ὑπερδείδω fear for perf imperat act 2nd sg ὑπερδείδω fear for perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεχαίος — λεχαῑος, αία, ον (Α) [λέχος] 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε κλίνη 2. αυτός που βρίσκεται πάνω ή μέσα σε φωλιά («τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek