Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπερβατός

См. также в других словарях:

  • ὑπερβατός — that can be passed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερβατός — ή, ό / ὑπερβατός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερβαίνω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπερβεί, να ξεπεράσει 2. το ουδ. ως ουσ. το υπερβατό και τὸ ὑπερβατὸν (γραμμ. ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο δύο λέξεις τής πρότασης, οι οποίες συνδέονται στενά ή… …   Dictionary of Greek

  • υπερβατός — ή, ό επίρρ. ά 1. εκείνος που μπορεί κανείς να τον διαβεί, ο διαβατός. 2. το ουδ. ως ουσ., υπερβατό συντακτικό σχήμα όπου μια λέξη με την παρεμβολή μιας ή περισσότερων λέξεων χωρίζεται από εκείνη με την οποία λογικά συνδέεται: Μεγάλη έπρεπε να του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερβατούς — ὑπερβατός that can be passed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβατᾶς — ὑπερβατός that can be passed fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβατή — ὑπερβατός that can be passed fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβατήν — ὑπερβατός that can be passed fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβατῶς — ὑπερβατός that can be passed adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβατώτερα — ὑπερβατός that can be passed neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβατά — ὑπερβατόν the figure hyperbaton neut nom/voc/acc pl ὑπερβατός that can be passed neut nom/voc/acc pl ὑπερβατά̱ , ὑπερβατός that can be passed fem nom/voc/acc dual ὑπερβατά̱ , ὑπερβατός that can be passed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hyperbaton — Der Begriff Hyperbaton (griech.: ὑπερβατός akt.: überschreitend; pass.: verstellt (Lit.: Gemoll, s. v. ὑπερβατός); dt. Bez.: Sperrung) wird in der Fachliteratur uneinheitlich zur Bezeichnung unterschiedlicher rhetorischer Figuren verwendet.… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»