-
1 υπεξυρημένος
-
2 ὑπεξυρημένος
-
3 ὑπο-ξυρέω
ὑπο-ξυρέω, ein wenig scheeren; ὑπεξυρημένος Archil. 33; Sp., wie Luc. Scyth. 3 Tim. 22.
-
4 γναθος
(ᾰ) ἥ1) тж. pl. челюсть и челюсти(δράκοντος Pind.; τέν ἄνω γνάθον προσάγειν τῇ κάτω Her., HH., Eur., Arph., Xen., Plat., Arst.)
πυρὸς γνάθοι Aesch. — огненная пасть2) нижняя часть лица, щека или щеки, подбородокτὰς γνάθους φυσῶν Dem. — надув щеки;
3) острый край, острие(σφηνός Aesch.)
4) узкий пролив, теснина(πόντου Aesch.)
-
5 υποξυρεω
-
6 ὑποξυράω
A shave or cut off some of the hair,τὸν τόπον Hippiatr.77
:—[voice] Pass.,ὑπεξυρημένος Archil.58
; ὑπεξ. τὸ γένειον, τὴν γνάθον, Luc.DMort.9.4, Tim.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποξυράω
См. также в других словарях:
ὑπεξυρημένος — ὑποξυράω shave perf part mp masc nom sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποξυρώ — άω και έω, ΜΑ μσν. ξυρίζω ελαφρώς, παίρνω λίγο με το ξυράφι αρχ. 1. μέσ. ὑποξυρῶμαι, άομαι ξυρίζομαι κάτω από το πηγούνι 2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) ὑπεξυρημένος ξυρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ξυρῶ «ξυρίζω» (< ξυρόν «ξυράφι»)] … Dictionary of Greek