-
1 υπεξυρημένος
-
2 ὑπεξυρημένος
-
3 ὑποξυράω
A shave or cut off some of the hair,τὸν τόπον Hippiatr.77
:—[voice] Pass.,ὑπεξυρημένος Archil.58
; ὑπεξ. τὸ γένειον, τὴν γνάθον, Luc.DMort.9.4, Tim.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποξυράω
См. также в других словарях:
ὑπεξυρημένος — ὑποξυράω shave perf part mp masc nom sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποξυρώ — άω και έω, ΜΑ μσν. ξυρίζω ελαφρώς, παίρνω λίγο με το ξυράφι αρχ. 1. μέσ. ὑποξυρῶμαι, άομαι ξυρίζομαι κάτω από το πηγούνι 2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) ὑπεξυρημένος ξυρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ξυρῶ «ξυρίζω» (< ξυρόν «ξυράφι»)] … Dictionary of Greek