Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπεικτικός

См. также в других словарях:

  • υπεικτικός — ή, όν, Α [ὑπείκω] ενδοτικός, υποχωρητικός …   Dictionary of Greek

  • ὑπεικτικόν — ὑπεικτικός disposed to yield masc acc sg ὑπεικτικός disposed to yield neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεικτικοῦ — ὑπεικτικός disposed to yield masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεικτικῶς — ὑπεικτικός disposed to yield adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεικτικῷ — ὑπεικτικός disposed to yield masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»