-
1 υπαιθριος
2 и 3 и ὕπαιθρος 21) находящийся или происходящий на открытом воздухе, под открытым небом(παραχειμασία Polyb.; ἥ στρατιέ ἔσκε ὑ. Her.)
ὑπαιθρία δρόσος Eur. — небесная роса;ὑπαιθρίοις δεσμοῖς πεπασσαλευμένος Aesch. — прикованный под открытым небом (Прометей);ὑπαίθρια ἔργα Xen. — работы на открытом воздухе2) открытый, явный(παραφροσύνη Plut.)
-
2 υπαίθριος
α, ο [ος и ία, ον] находящийся или происходящий на открытом воздухе, под открытым небом -
3 υπαίθριος
[ипэтриос] επ. находящийся под открытым небом.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπαίθριος
-
4 υπαίθριος
[ипэтриос] επ находящийся под открытым небом. -
5 υπαιθρειος
-
6 υπαιθρος
-
7 κοιμαω
ион. κοιμέω (fut. κοιμήσω - дор. κοιμάσω; med.: praes. ион. 3 л. pl. κοιμέονται; pass.: aor. ἐκοιμήθην - дор. ἐκοιμάθην с ᾱ, pf. κεκοίμημαι)1) укладывать спать(τινα Hom.)
; pass. ложиться спать(κοιμήσαντο καὴ ὕπνου δῶρον ἕλοντο, sc. οἱ Ἀχαιοί Hom.)
; pass. засыпать, aor. заснуть или спать(χάλκεον ὕπνον Hom.; βαθύν или ὕπνον βαθύν Luc.)
ὑπαίθριος κοιμώμενος Plat. — спящий под открытым небом2) усыплять(τινα ὕπνῳ Hom.)
3) смежать сном(ὄσσε τινός Hom.)
4) смежать, смыкать(βλέφαρα ὕπνῳ Aesch.)
5) pass. ( о карауле) бодрствоватьφρουρὰν κοιμώμενος Aesch. — неся стражу6) успокаивать, унимать(ἀνέμους, κύματα, ὀδύνας Hom.)
κ. τὸ ἕλκος Soph. — успокаивать боль от раны;κ. στόμα Aesch. — замолчать7) умерять, смягчать(μένος Aesch.; τὸ ἐπιθυμητικόν Plat.)
8) гасить, тушить(φλόγα Aesch.)
9) pass. умиратьὁ ποντισθεὴς Μυρτίλος ἐκοιμάθη Soph. — брошенный в море, Миртил погиб;
οἱ κοιμηθέντες и οἱ κεκοιμημένοι NT. — почившие, усопшие -
8 χαμαιπετης
21) упавший на землю(ὑψόθεν χ. πίπτει Eur.)
2) лежащий на земле(φόνος χ. ματρός Eur.)
χαμαιπετὲς βόαμα προσχαίνειν τινί Aesch. — упав ниц, громко приветствовать кого-л.;χ. ἐν ὁδοῖς ὑπαίθριος χοιμώμενος Plat. — спящий под открытым небом (тж. на голой земле или на дорогах);στιβὰς χ. Eur. — постель (прямо) на земле3) ходящий по земле, т.е. не умеющий летать(στρουθοὴ οἱ μεγάλοι Luc.)
4) приземистый, низкий(δένδρα Polyb.; ἐλαία Luc.)
5) низкий, низменный, пошлыйχ. καὴ χαμαίζηλος Luc. — весь во власти низменных побуждений;
ὑπόμνημα τῶν γεγονότων κομιδῇ χαμαιπετές Luc. — исторический рассказ в грубом (вульгарном) стиле6) бесполезный, напрасный, пустой(ἔπος, λόγος Pind.)
См. также в других словарях:
ὑπαίθριος — under the sky masc nom sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπαίθριος — α, ο / ὑπαίθριος, ον, ΝΑ, θηλ. και ία, Α [ύπαιθρος] αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο ύπαιθρο, σε ανοιχτό και ασκεπή χώρο (α. «υπαίθρια ζωή» β. «υπαίθριος κινηματογράφος» γ. «ὑπαίθρια λύχνα καίειν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. «υπαίθρια ζωγραφική» (καλ.… … Dictionary of Greek
υπαίθριος — α, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο ύπαιθρο, σε ανοιχτό και ασκέπαστο χώρο: Υπαίθρια ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπαιθρίως — ὑπαίθριος under the sky adverbial ὑπαίθριος under the sky masc acc pl (doric) ὑπαίθριος under the sky adverbial ὑπαίθριος under the sky masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαίθριον — ὑπαίθριος under the sky masc acc sg ὑπαίθριος under the sky neut nom/voc/acc sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem acc sg ὑπαίθριος under the sky neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαιθρίων — ὑπαίθριος under the sky fem gen pl ὑπαίθριος under the sky masc/neut gen pl ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατομείο — Υπαίθριος χώρος εξόρυξης οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, πωρόλιθου κ.ά.) και δευτερευόντως άνθρακα, χημικών ουσιών και μεταλλευμάτων. Η εργασία στο λ. περιλαμβάνει την εξόρυξη και τη μεταφορά των χρήσιμων ορυκτών καθώς και των υπερκείμενων στείρων… … Dictionary of Greek
ὑπαιθρίοις — ὑπαίθριος under the sky masc/neut dat pl ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαιθρίου — ὑπαίθριος under the sky masc/neut gen sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαιθρίους — ὑπαίθριος under the sky masc acc pl ὑπαίθριος under the sky masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαιθρίῳ — ὑπαίθριος under the sky masc/neut dat sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)