-
1 υπαλευάμενος
-
2 ὑπαλευάμενος
-
3 ὑπ-αλεύομαι
ὑπ-αλεύομαι (s. ἀλεύω), dep. med., vermeiden, darunter weg entkommen, entfliehen; gew. aor., ὑπαλευάμενος ϑάνατον Od. 15, 275; vgl. Hes. O. 559. 762 u. ὑπαλύσκω.
-
4 θάνατος
A death, whether natural or violent, Hom., etc.; τῶν ὑπαλευάμενος θάνατον the death threatened by them, Od.15.275;ὣς θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ 11.412
; θάνατόνδε to death, Il.16.693, 22.297; θανάτου τέλος, μοῖρα, A.Th. 906 (lyr.), Pers. 917 (anap.), etc.; θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς for life and death, Pi.N.9.29;θ. ἢ βίον φέρει S. Aj. 802
;θάνατος μὲν τάδ' ἀκούειν Id.OC 529
;θανάτῳ ἴσον πάθος Id.Aj. 215
;ἐν ἀγχόναις θάνατον λαβεῖν E.Hel. 201
; πόλεώς ἐστι θ., ἀνάστατον γενέσθαι it is its death, Lycurg.61; γῆρας ζῶν θ. Secund.Sent.12; θάνατον ἀποθνῄσκειν, τελευτᾶν, Plu.Crass.25, D.H.4.76.2 in Law, death-penalty, θάνατον καταγνῶναί τινος to pass sentence of death on one, Th.3.81; θανάτου δίκῃ κρίνεσθαι ib.57;θανάτου κρίνειν X.Cyr.1.2.14
, Plb.6.14.6;περὶ θανάτου διώκειν X.HG7.3.6
; πρὸς τοὺς ἐχθροὺς.. ἀγωνίσασθαι περὶ θ. D.4.47; θ. τῆς ζημίας ἐπικειμένης the penalty is death, Isoc.8.50; ellipt., παιδίον κεκος μημένον τὴν ἐπὶ θανάτῳ (sc. στολήν) Hdt.1.109;τὴν ἐπὶ θ. προσαγαγεῖν τινα Luc.Alex.44
; but δῆσαί τινα τὴν ἐπὶ θανάτῳ (sc. δέσιν) Hdt.3.119; τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι to go to execution, Id.7.223;ἐπὶ θάνατον ἄγεσθαι Id.3.14
; τοῖς Ἀθηναίοις ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου for any penalty short of death, Th.4.54; ; εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι short of death or maiming, Aeschin.1.183.3 pl., θάνατοι kinds of death, Od.12.341; the deaths of several persons, S.OT 1200, E.Heracl. 628 (both lyr.); poet., of one person, A.Ch.53, S.OT 496, El. 206 (all lyr.);οὐχ ἑνός, οὐδὲ δυοῖν ἄξια θανάτοιν Pl.Lg. 908e
;πολλῶν θ., οὐχ ἑνὸς ἄξιος D.21.21
, cf.19.16, Ar.Pl. 483, D.H.4.24;δεύτερος θ.
*apoc.2.11
, cf. Plu.2.942f; esp. of violent death,θ. αὐθένται A.Ag. 1572
(lyr.), cf. Th. 879 (lyr.);εἰς θανάτους ἰέναι Pl.R. 399b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θάνατος
-
5 ὑπαλεύομαι
A = ὑπαλύσκω, ὑπαλευάμενος θάνατον Od.15.275, cf. Hes.Op. 557; ὑπαλεύεο φήμην ib. 760: cf. ὑπαλύσκω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπαλεύομαι
-
6 ὑπαλεύομαι
ὑπ-αλεύομαι, aor. part. ὑπαλευάμενος: avoid, evade, Od. 15.275†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑπαλεύομαι
См. также в других словарях:
ὑπαλευάμενος — ὑπαλεύομαι aor part mid masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπαλεύομαι — Α διαφεύγω, ξεφεύγω («τῶν ὑπαλευάμενος θάνατον καὶ κῆρα μέλαιναν φεύγω», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀλεύομαι «απομακρύνομαι»] … Dictionary of Greek