Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑπέσχημαι

См. также в других словарях:

  • ὑπέσχημαι — ὑπισχνέομαι take upon oneself perf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεσχημένος — η, ο, Ν 1. αυτός για τον οποίο έχει δοθεί υπόσχεση («δεν δόθηκαν οι υπεσχημένες αυξήσεις τών μισθών») 2. (το ουδ. ως ουσ., ιδίως, στον πληθ.) τα υπεσχημένα οι υποσχέσεις («η κυβέρνηση δεν τήρησε τα υπεσχημένα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού αρχ. παρακμ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»