-
1 υπεγγυος
21) давший ручательство, поручившийся2) повинныйὑ. πλέν θανάτου Her. — подлежащий любой каре, кроме смертной казни, т.е. которому гарантирована жизнь
-
2 ὑπέγγυος
ὑπέγγῠος, ον,A under surety:I of persons, having given surety, liable to be called to account or punished, A.Ch.38 (lyr.); ὑ. πλὴν θανάτου liable to any punishment short of death, Hdt.5.71: c. dat., γὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν liability to human and divine justice, E.Hec. 1027 (lyr.).2 of things, legitimate, γάμος ὑ., opp. ἀνέγγυος, Poll.3.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπέγγυος
-
3 υπέγγυος
ος, ο[ν] гарантийный; гарантирующий, служащий гарантией -
4 ὑπέγγυος
ὑπ-έγγυος, unter Bürgschaft, verbürgt, verpfändet; auch κριταί τε τῶνδ' ὀνειράτων ϑεόϑεν ἔλακον ὑπέγγυοι, nachdem sie bei den Göttern sich verbürgt oder die Götter zu Zeugen angerufen hatten; einer Strafe ausgesetzt, unterworfen; ὑπεγγύους πλὴν ϑανάτου, allen Strafen außer dem Tode unterworfen -
5 υπέγγυος
kefalet, kefil, sorumlu -
6 υπέγγυον
-
7 ὑπέγγυον
-
8 υπεγγύους
-
9 ὑπεγγύους
-
10 υπέγγυοι
-
11 ὑπέγγυοι
См. также в других словарях:
υπέγγυος — ο / ὑπέγγυος, ον, ΝΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που δίνει εγγύηση, εγγυητής 2. (κατ επέκτ.) υπόλογος, υπεύθυνος νεοελλ. 1. (για πράγμ.) αυτός που παρέχεται ως εγγύηση 2. φρ. «υπέγγυοι πρόσοδοι» πρόσοδοι που παραχωρούνται διά νόμου από το κράτος ως… … Dictionary of Greek
υπέγγυος — α, ο 1. (για πράγματα), που δίνεται ή χρησιμεύει ως εγγύηση για την εκπλήρωση υποχρέωσης: Έβαλε το οικόπεδο υπέγγυο. 2. (για πρόσωπα), αυτός που δίνει εγγύηση, ο εγγυητής, ο υπόλογος, ο υπεύθυνος: Ο θείος έγινε υπέγγυος για το δάνειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπέγγυον — ὑπέγγυος under surety masc/fem acc sg ὑπέγγυος under surety neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεγγύους — ὑπέγγυος under surety masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέγγυοι — ὑπέγγυος under surety masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεγγυότητα — η, Ν [υπέγγυος] η ιδιότητα τού υπεγγύου … Dictionary of Greek
υπεγγυότητα — η το να είναι κάποιος υπέγγυος ή το να είναι κάτι υπέγγυο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)