-
1 Υμένες
-
2 Ὑμένες
-
3 υμένες
-
4 ὑμένες
-
5 περιαλείφω
A smear all over, ; πάντα π. τὸν νεὼν ἀργύρῳ overlay it with silver, Pl.Criti. 116d; whitewash, τῶν τοίχων τοὺς δεομένους SIGl.c., cf. IG22.1672.140: metaph.,ὑμένες ὅσοι π. τὸν πνεύμονα Gal.5.535
:—[voice] Pass., περιαλήλιπται μίτυϊ, of the mouth of the hive, Arist.HA 624a14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιαλείφω
-
6 προστυπής
προστῠπ-ής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστυπής
-
7 συναρτάω
A knit or join together,σ. γένος E.Med. 564
;τὴν γῆν ἅμα καὶ τὴν θάλασσαν Luc.DDeor.21.1
:—[voice] Pass., to be closely engaged,δύο περὶ μίαν καὶ ἔστιν ᾗ καὶ πλείους ναῦς.. ξυνηρτῆσθαι Th.7.70
;ἡ ἄνω γνάθος.. συνήρτηται τῇ κεφαλῇ καὶ οὐ διήρθρωται Hp.Art.30
, cf. Arist. HA 495b6, Sor.2.85; , Thphr.Sens.26;σ. εἰς ἕν Arist.PA 670a7
; ἀφ' ἑνός, ἐξ ἑνός, Id.HA 516a8, Pr. 957b40; πολλαχόθι μὲν συμφύονται [οἱ ὑμένες], πολλαχόθι δὲ συναρτῶνται Gal. UP15.5
.2 metaph.,ὁ μηθὲν ἀκόλουθον -αρτῶν Epicur.Nat.14.9
: mostly in [voice] Pass.,συνηρτημέναι [ἀρεταὶ] τοῖς πάθεσι Arist.EN 1178a19
; τῷ ἀθανάτῳ τὸ ἀθάνατον ς. Id.Cael. 270b9; to be implicated in, c. dat.,τόδε σ. τῷδε ἐξ ἀνάγκης Phld.Sign.35
; συνηρτῆσθαι πολέμῳ to be involved in.., Plu.Num.20; σ. διώξεσι καὶ φυγαῖς to be always engaged in.., Id.Sert.12; συνηρτῆσθαί τινι to be engaged with him, Id.Marc. 24, cf. Pomp.51.3 Gramm., in [voice] Pass., to be construed with,πρὸς τὰς εὐθείας A.D.Synt.12.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναρτάω
-
8 τριλγλώχις
A three-barbed, ὀϊστός, ἰός, Il.5.393, 11.507; τριγλώχινα (sc. Σικελίαν) Pi.Fr. 322; τ. ὑμένες tricuspid valves of the heart, Erasistratei ap. Gal.5.548, Gal. UP6.14: in later writers with a neut. Subst.,ἄορι τ. Call.Del.31
;τ. τόξα Anon.
ap. Suid.;βέλη τ. Paul.Aeg.6.88
.—The nom. form [full] τριγλώχιν is cited from Simon. (Fr. 248) and from Call. (Fr. 382( = Aet.Oxy.2079.36)) by Choerob. in Theod.1.267 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριλγλώχις
-
9 ἐνστόρνυμι
A lay,τραπέζας Ἐφ. Ἀρχ. 1902.29
([place name] Chalcis):—[voice] Pass., spread over,Antyll.
ap. Orib.45.2.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνστόρνυμι
-
10 ὑστερικός
A suffering in the womb, hysterical, Hp.Prorrh.1.119, Arist.GA 776a10;ὑ. πνίξ
passio hysterica, hysterics,Sor.
2.26. Gal.11.47; also in pl., Id.14.181; so τὰ ὑστερικά (sc. πάθη) Hp.Aph.5.35. Adv.-κῶς, πνιγόμεναι Dsc.2.8
.2 of or belonging to the womb,σκληρύσματα Hp.Coac. 517
; ὑμένες, πόρος, Arist.GA 717a5, 720b31; σπερμάτια remedial for the womb, Hp.Mul. 1.45.II ἐν ὑ. τόπῳ dub. sens. in PLond.3.755v.7 (iv A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑστερικός
См. также в других словарях:
Ὑμένες — Ὑμήν Hymen masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμένες — ὑμήν 1 thin skin masc nom/voc pl ὑμήν 2 thin skin masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπωματικός — ή, ό (Α ἐπιπωματικός, ή, όν) ο κατάλληλος ή χρήσιμος για επιπωμάτιση, κάλυψη, έμφραξη νεοελλ. ανατ. «επιπωματικοί υμένες» δύο ινώδεις υμένες που αποφράσσουν τα κενά που υπολείπονται ανάμεσα στον επιστροφέα* και στο ινιακό οστό … Dictionary of Greek
περιαλείφω — ΝΜΑ αλείφω γύρω γύρω, αλείφω κάτι σε όλα τα μέρη του, επαλείφω παντού («πάντα δὲ ἔξωθεν περιήλειψαν τὸν νεὼν ἀργύρῳ», Πλάτ.) αρχ. 1. ασβεστώνω, ασπρίζω 2. (για τους υμένες τού σώματος) περιβάλλω, περικαλύπτω («ὑμένες ὅσοι περιαλείφουσι τὸν… … Dictionary of Greek
υμένας — (Ανατ.). Γενική ονομασία διαφόρων λεπτών ιστών ή απαλών οργάνων. Είναι ελαστικοί και ποικίλλουν στην απόχρωση και την υφή. Προορίζονται να περιβάλλουν άλλα όργανα ή να εκκρίνουν και να απορροφούν μερικές ουσίες (βλεννογόνοι). * * * ο / ὑμήν, ένος … Dictionary of Greek
γονόκοκκος — Παθογόνο μικρόβιο, αιτιολογικός παράγοντας της βλεννόρροιας. Ο γ. ανακαλύφθηκε από τον Νάισερ το 1879 και βρίσκεται είτε μέσα στο υγρό, σε περίπτωση βλεννόρροιας, που εκκρίνεται είτε στα πυοσφαίρια και στα επιθηλιακά κύτταρα. Παρουσιάζεται με τη… … Dictionary of Greek
νύμφη — Τελευταίο νεανικό στάδιο, πριν από το στάδιο του ακμαίου, στα έντομα που υφίστανται μεταμορφώσεις. Στα έντομα που η μεταμόρφωση είναι ατελής (ετερομετάβολα, όπως π.χ. τα ορθόπτερα) η ν. διάγει δραστήρια ζωή και διαφέρει από τα προηγούμενα νεανικά … Dictionary of Greek
προστυπής — ές, Α [προστύπτω] αυτός που είναι προσκολλημένος σε κάτι («προστυπεῑς ὑμένες», Γαλ.) … Dictionary of Greek
πρόφορος — ον, Α [προφέρω] 1. αυτός που τοποθετείται μπροστά από κάποιον 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πρόφορος το υγρό ανάμεσα στο έμβρυο και στους υμένες που τό περιβάλλουν, τα «νερά» τής επιτόκου … Dictionary of Greek
τριγλώχιν — ινος, ο, η, ΝΜΑ, και τριγλώχις, ινος και σπάν. τ. ουδ. πληθ. τριγλώχινα, ΜΑ αυτός που έχει τρεις γλωχίνες, τρεις αιχμές («τριγλώχινα Σικελίαν», Πίνδ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο τριγλώχιν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει… … Dictionary of Greek
τσίπα — η, Ν 1. λεπτός υμένας που περικαλύπτει κάτι 2. κρούστα που σχηματίζεται στην επιφάνεια υγρών και, ιδίως, τού γάλατος («το καλό γάλα κάνει τσίπα») 3. λιπώδης υμένας που περιβάλλει τα εντόσθια τών ζώων 4. λεπτός υμένας που απομένει μερικές φορές… … Dictionary of Greek