-
1 Υλών
-
2 Ὑλῶν
-
3 υλών
ὑ̱λῶν, ὕληforest: fem gen plὑλάωbark: pres part act masc voc sgὑλάωbark: pres part act neut nom /voc /acc sgὑλάωbark: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)ὑλάωbark: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) -
4 ὑλῶν
ὑ̱λῶν, ὕληforest: fem gen plὑλάωbark: pres part act masc voc sgὑλάωbark: pres part act neut nom /voc /acc sgὑλάωbark: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)ὑλάωbark: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) -
5 προμήθεια (πχ υλών)
proveiment -
6 сырьевой
сырьев||ойприл эк.:\сырьевойая база ἡ βάση τών πρώτων ὑλών \сырьевойые ресу́рсы I οἱ πηγές πρώτων ὑλών. -
7 сырьевой
επ.των πρώτων υλών•-ые богатства страны ο πλούτος των πρώτων υλών της χώρας.
-
8 δάσος
-
9 дубление
1. (кож) η βυρσοδεψία, η βυρ-σοδέψηση 2. (полигр, кфт.) η σκλήρυνση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дубление
-
10 кольматаж
1. (вмыв илистых или глинистых частиц в поры грунта для уменьшения его фильтрации) η ρευστοκονίωση στους πόρους του εδάφους (για μείωση του φιλτραρίσματος) 2. (осаждение взвешенных частиц) η απόθεση φερτών υλώνискусственный - ελεγχόμενη -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кольматаж
-
11 промышленность
η βιομηχανίαавтотракторная - κατασκευής αυτοκινήτων και ελκυστήρων/τρακτέρбумажная - η χαρτοβιομηχανία, η χαρτοποιίαдеревообрабатывающая - επεξεργασίας/κα-τεργασίας της ξυλείαςликёрно-водочная - παραγωγής αλκοολούχων/οινοπνευματωδών ποτώνмыловаренная - σαπωνο-ποϊί'ας, η σαπωνοβιομηχανίαнефтеперерабатывающая - επεξεργασίας/διΰ-λισης πετρελαίουхлопчатобумажная - ύφανσης βαμβακερών, η υφαντουργίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > промышленность
-
12 база
ба́з||аж1. (основа, основание) ἡ βάση [-ις], τό θεμέλιο[ν]:экономическая (энергетическая) \база ἡ οἰκονομική (ή ἐνεργειακή) βάση; материальная \база ἡ ὑλική βάση; сырьевая \база ἡ βάση πρώτων ὑλῶν; на \базае чего-л. ἐπί τῆ βάσει, πάνω στή βάση;2. воен. ἡ βάση [-ις]:военно-морская \база ἡ ναυτική βάση; военно-возду́ш-ная \база ἡ ἀεροπορική βάση;3. (склад) ἡ ἀποθήκη;4. (туристическая и т. п.) ἡ βάση [-ις], ὁ σταθμός:экскурсионная \база ὁ ἐκδρομικός σταθμός. -
13 материал
материалм I. прям., перен τό ὑλι-κόν, ἡ ὑλη:строительный \материал τά οἰκοδομικά ὑλικά· упаковочный \материал τό χαρτί γιά ἀμπαλλάρισμα· перевязочный \материал ἐπιδετι-κό ὑλικό, ὁ£ ἐπίδεσμοι· сопротивление \материалов ἡ ἀντίστασις τῶν ὑλῶν2. (ткань) τό ὑφασμα. -
14 переработка
переработкаж ι. ἡ κατεργασία:\переработка сырья ἡ κατεργασία τῶν πρώτων ὑλών * (Переделка) ἡ διόρθωση [-ις], τό ξανα-*ουλΕμα:\переработка книги ἡ βελτίωση τοῦ βιβλίου· з. (работа сверх положенного времени) ἡ ὑπερωρία -
15 промышленность
промышленностьж ἡ βιομηχανία:тяжелая (легкая) \промышленность ἡ βαρειά (ή ἐλαφρά) βιομηχανία· обрабатывающая \промышленность ἡ βιομηχανία κατεργασίας πρώτων ὑλών пищевая \промышленность βιομηχανία τροφίμων (или είδών διατροφής). -
16 ατελής
ης, ες1) недоделанный, имеющий недоделки, упущения; 2) см. ατελείωτος 1, 4; 3) освобождённый (от налогов, сборов и т. п.);ατελής εισαγωγή πρώτων υλών — беспошлинный ввоз сырья
-
17 βάση
[-ις (-εως)] η1) основание; фундамент; опора;στη βάση τού μνημείου — у основания памятника;
2) основание, причина, мотив;νόμιμη βάση — законное основание;
επί τη βάσει τού νόμου... — на законном основании;
3) база, основа;υλική (ενεργειακή) βάση — материальная (энергетическая) бгш;
βάση πρώτων υλών — сырьевая база;
παίρνω σαν βάση — или αποδέχομαι ως βάσιν — принимать за основу;
βάζω τίς βάσεις — закладывать основы;
έχω βάση — базироваться (на чём-л.);
4) перен. база, основа, подготовка;είχε καλές βάσεις από το δημοτικό — у него была хорошая подготовка ещё с начальной школы;
5) воен, база;πυραυλικές βάσεις — или βάσεις πυραύλων — ракетные базы;
ναυτική βάση — военно-морская база;
αεροπορική βάση — военно-воздушная база;
6) проходной балл (на конкурсных экзаме- нах);δέν έλαβε την βάση — он не набрал нужного количества очков;
7) ставка;τιμολογικές βάσεις — тарифные ставки;
8) тех станина; шасси;9) филос, базис;η βάση και το εποικοδόμημα — базис и надстройка;
10) хим., мат. основание;11) анат. основание;βάση κρανίου — основание черепа;
12) πλ. основы;βάσεις τού μαρξισμού-λενινισμού — основы марксизмаленинизма;
13) πλ. устои;βάσεις της κοινωνίας — устои общества;
ηθικές βάσεις — нравственные устои;
έχει ηθικές βάσεις — он человек высокой нравственности;
§ βάζω ( — или δίδω) βάση σε... — доверять, верить, полагаться;
επί τη βάσει... — или βάσει... (με γεν.) — на основе, на базе чего-л., на основании чего-л., исходя из...
-
18 βιομηχανία
η промышленность, индустрия;βαρεία (ελαφρά) βιομηχανία — тяжёлая (лёгкая) промышленность;
βιομηχανία τροφίμων ( — или ειδών διατροφής) — или επισιτιστική βιομηχανία — пищевая промышленность;
κατεργασίας πρώτων υλών — обрабатывающая промышленность;εμπορική βιομηχανία — коммерческое предприятие
-
19 база
-ы θ.1. βάση, βάθρο•база колоны η βάση της κολόνας.
2. το κύριο, το σπουδαιότερο στο οποίο στηρίζεται κάτι•экономическая οικονομική βάση•
сыревая база βάση πρώτων υλών.материальная база η υλική βάση.
|| αποθήκες, εγκαταστάσεις•военная база στρατιωτική βάση•
база во-; енно-морская база ναυτική βάση•
авиационная -αεροπορική βάση.
|| αποθήκη υλικών, εμπορευμάτων κλπ.3. τουρσ. σταθμός•экскурсионная база εκδρομικός σταθμός.
-
20 вывозить
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ὑλῶν — Ὕλη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλῶν — ὑ̱λῶν , ὕλη forest fem gen pl ὑλάω bark pres part act masc voc sg ὑλάω bark pres part act neut nom/voc/acc sg ὑλάω bark pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ὑλάω bark pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
πλαστικές ύλες — Οργανικές ενώσεις με υψηλό μοριακό βάρος, αδιάλυτες στο νερό, στερεές στη συνηθισμένη θερμοκρασία, οι οποίες χαρακτηρίζονται ανάλογα με τη δυνατότητα επεξεργασίας τους με την τεχνική των εκμαγείων και της συμπίεσης. Οι πλαστικές ύλες μπορούν να… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
δέλτα — Συσσώρευση υλών που μεταφέρει ένας ποταμός και αποθέτει στις εκβολές του στη θάλασσα ή σε λίμνη· με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται ένας ιδιαίτερος τύπος στομίου ποταμού, στο οποίο η δράση των αλουβιακών αποθέσεων είναι μεγαλύτερη από τη διαβρωτική… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
πρώτη ύλη — Aπό τεχνικοοικονομική έννοια πρώτες ύλες είναι τα καταναλωτικά αγαθά, που καταναλώνονται από μια επιχείρηση για παραγωγικούς σκοπούς, δηλαδή εκείνα που βρίσκονται στη βάση των διαδικασιών μεταποίησης (στάρι, βαμβάκι, μεταλλεύματα) και εκείνα που… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… … Dictionary of Greek