Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑλητήρ

См. также в других словарях:

  • υλητήρ — ῆρος, ὁ Α βλ. ὑλίτης …   Dictionary of Greek

  • υλίτης — ή ὑλήτις ή ὑλήτης ή ὑλητήρ Α (κατά τον Ησύχ.) είδος οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + επίθημα ίτης / τής / τήρ (πρβλ. σελιν ίτης), πιθ. είδος οίνου που έχει υποστεί διήθηση (ὕλη «κατακάθι»). Ο τ. ὑλήτις έχει διορθωθεί σε ὑλίτης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»