-
1 ὑδρό-μελι
-
2 ὑδρόμελι
A hydromel, later Gr. for μελίκρατον, Dsc.5.9, Ath.Med. ap. Orib.inc.23.3, S.E. M.6.44, Sor.1.52, Gal.6.274.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδρόμελι
-
3 ὑδρόμελι
ὑδρό-μελι, τό, Honigwasser, eine Art Met -
4 υδρομελι
См. также в других словарях:
μηλόμελι — μηλόμελι, ιτος, το (Α) μέλι που παρασκευαζόταν από μήλα ή κυδώνια και χρησίμευε ως ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + μέλι (πρβλ. κυδωνό μελι, υδρό μελι)] … Dictionary of Greek