-
1 υδραγώγιον
ὑδραγώγιονaqueduct: neut nom /voc /acc sgὑ̱δραγώγιον, ὑδραγωγέωconduct: imperf ind act 3rd pl (doric)ὑ̱δραγώγιον, ὑδραγωγέωconduct: imperf ind act 1st sg (doric)ὑδραγωγέωconduct: imperf ind act 3rd pl (doric)ὑδραγωγέωconduct: imperf ind act 1st sg (doric) -
2 ὑδραγώγιον
ὑδραγώγιονaqueduct: neut nom /voc /acc sgὑ̱δραγώγιον, ὑδραγωγέωconduct: imperf ind act 3rd pl (doric)ὑ̱δραγώγιον, ὑδραγωγέωconduct: imperf ind act 1st sg (doric)ὑδραγωγέωconduct: imperf ind act 3rd pl (doric)ὑδραγωγέωconduct: imperf ind act 1st sg (doric) -
3 ὑδραγώγιον
ὑδρᾰγώγ-ιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδραγώγιον
-
4 υδραγωγίοις
-
5 ὑδραγωγίοις
-
6 υδραγωγίου
-
7 ὑδραγωγίου
-
8 υδραγωγίων
-
9 ὑδραγωγίων
-
10 υδραγώγια
-
11 ὑδραγώγια
-
12 ὑδραγωγεῖον
ὑδρᾰγωγ-εῖον, τό,A = ὑδραγώγιον, Str.13.1.67; gen. pl. - είων (vv. ll. -ίων, -ιῶν) Men.Eph. ap. J.AJ9.14.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδραγωγεῖον
См. также в других словарях:
ὑδραγώγιον — aqueduct neut nom/voc/acc sg ὑ̱δραγώγιον , ὑδραγωγέω conduct imperf ind act 3rd pl (doric) ὑ̱δραγώγιον , ὑδραγωγέω conduct imperf ind act 1st sg (doric) ὑδραγωγέω conduct imperf ind act 3rd pl (doric) ὑδραγωγέω conduct imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδραγώγιον — τὸ, ΜΑ βλ. υδραγωγείο … Dictionary of Greek
ὑδραγωγίοις — ὑδραγώγιον aqueduct neut dat pl ὑδραγωγέω conduct pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδραγωγίου — ὑδραγώγιον aqueduct neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδραγωγίων — ὑδραγώγιον aqueduct neut gen pl ὑδραγωγέω conduct pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδραγώγια — ὑδραγώγιον aqueduct neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
водоваждѧ — ВОДОВАЖД|Ѧ (3*), Ѣ ( А) с. Труба или канава для орошения; оросительный канал: Аще близь села твоего вдоваж(д)е [вм. водоважде] послѣдоуѥть молчально таковѣи работѣ. си˫а ѡбнавлѩти строу˫а. (ὑδραγώγιον) КР 1284, 322г; на ѡбновлениѥ водоваж(д)i.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
υδραγωγείο — Σύστημα αγωγών που προορίζονται να μεταφέρουν νερό από άλλη περιοχή σ’ εκείνην της κατανάλωσης. Η ανάγκη μεταφοράς νερού από τις πηγές στα κατοικημένα κέντρα υπήρξε αισθητή από την προϊστορία. Ανάμεσα στα αρχαιότερα έργα του είδους, των οποίων… … Dictionary of Greek