-
1 υβριστικά
ὑβριστικόςgiven to wantonness: neut nom /voc /acc plὑβριστικά̱, ὑβριστικόςgiven to wantonness: fem nom /voc /acc dualὑβριστικά̱, ὑβριστικόςgiven to wantonness: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ὑβριστικά
ὑβριστικόςgiven to wantonness: neut nom /voc /acc plὑβριστικά̱, ὑβριστικόςgiven to wantonness: fem nom /voc /acc dualὑβριστικά̱, ὑβριστικόςgiven to wantonness: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 υβριστικα
τά2) гибристики, «разнузданное веселье» ( аргосский праздник в честь Арея) Plut. -
4 κακουργικός
κακουργικός, ή, όν, dem Bösewicht eigen, ἀδικήματα οὐ κακ., ἀλλὰ τὰ μὲν ὑβριστικά, τὰ δὲ ἀκρατευτικά Arist. rhet. 2, 16.
-
5 μανικός
μανικός, zur Raserei gehörig; μανικόν τι βλέπειν, wie ein Rasender aussehen, das Weiße im Auge nach außen gedreht, Ar. Plut. 424; rasend, unsinnig, Plat. Prot. 343 a; ἐπιχείρημα, Alc. I, 113 c; ὑβριστικὰ καὶ μανικὰ λέγειν, Polit. 307 h, öfter; in heftiger Leidenschaft, Begeisterung, Enthusiast, Plat. Conv. 173 d u. Folgde; zum Zorn geneigt, Arist.; μανικὴ διάϑεσις, die Wuth, Pol. 32, 25, 6; – unsinnig groß, übertrieben, σωφρόνημα λίαν μανικόν, Xen. Ages. 5, 4, τῶν πολυτελῶν καὶ μανικῶν ἱππωνειῶν, Hipparch. 1, 12. – Auch = Raserei verursachend, φάρμακα, Plut. Arat. 54. – Adv. μανικῶς, διακείμενος, Plat. Phaed. 249 d, καὶ ἀτάκτως ἔρχεσϑαι, Legg. X, 897 c.
-
6 ὑβριστικός
ὑβριστικός, zu übermüthiger, frecher Behandlung geneigt, gewaltthätig, übermüthig, frech, muthwillig; ὑβριστικὰ καὶ δεινὰ παϑών, Dem. 45, 1; im superl., 17, 23; τὸ ὑβριστικόν, die Neigung zur ὕβρις, im Ggstz von σωφρονητικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5; – διήγησις ὑβριστική, Erzählung einer Mißhandlung, D. Hal. de vi Dem. 11. – Adv. ὑβριστικῶς, Xen. Cyr. 8, 1, 33; Plat. Charm. 175 d u. öfter; u. Folgde, wie Pol. 1, 70, 5.
-
7 υβριστικος
-
8 υβριστικάς
-
9 ὑβριστικάς
-
10 ὑβριστικός
A given to wantonness, insolent, outrageous, of persons, Pl.Cra. 396b, etc.; of words, acts, etc., ;ὑ. καὶ βάρβαρος ἐπιστολή Aeschin.3.238
;ὑ. διάθεσις Arist.Rh. 1385b31
; ὑ. ἀδικήματα such as proceed from wanton insolence, ib. 1391a19;ὑβριστικὰ καὶ μανικὰ λέγοντες Pl.Plt. 307b
;παθὼν ὑ. καὶ δεινά D.45.1
;ὃ καὶ -κώτατον συμβέβηκεν Id.17.23
: an insolent disposition,X.
Mem.3.10.5: τὰ Ὑ., name of a festival at Argos, Plu.2.245e. Adv. , X.Cyr.8.1.33 (v.l.), etc.;- κῶς διακεῖσθαι Lys.Fr.53.3
: [comp] Comp.- ώτερον D.22.54
.2 metaph., of vines, wanton, luxuriant, Thphr.CP3.15.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑβριστικός
См. также в других словарях:
ὑβριστικά — ὑβριστικός given to wantonness neut nom/voc/acc pl ὑβριστικά̱ , ὑβριστικός given to wantonness fem nom/voc/acc dual ὑβριστικά̱ , ὑβριστικός given to wantonness fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστικάς — ὑβριστικά̱ς , ὑβριστικός given to wantonness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υβριστικός — ή, ό / ὑβριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑβρίζω] (για λόγια ή πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύβρι, αυτός που αποτελεί ύβρι, προσβλητικός (α. «υβριστική συμπεριφορά» β. «ὑβριστικὴν καὶ βάρβαρον ἐπιστολήν», Αισχίν. γ. «ὑβριστικὴ διήγησις», Δίον … Dictionary of Greek
παροινώ — έω ΜΑ [πάροινος] φέρομαι βίαια και υβριστικά κατά την οινοποσία (α. «μεθύων ἐπαρῴνει μάλιστα μὲν εἰς αὐτόν, εἶτα καὶ εἰς ἡμᾱς», Δημοσθ.) αρχ. 1. φέρομαι υβριστικά, προσβάλλω, κακομεταχειρίζομαι («οὐ μὴ εὕρης τοὺς ανθρώπους οἳ παροινήσουσιν εἰς… … Dictionary of Greek
αγριογουρούνα — η 1. θηλυκός αγριόχοιρος* 2. (υβριστικά για γυναίκες) πρόστυχη, σκρόφα … Dictionary of Greek
αγριογούρουνο — Βλ. λ. αγριόχοιρος. * * * το 1. κοινή ονομασία τού αγριόχοιρου* 2. (υβριστικά για πρόσωπα) πρόστυχος, χυδαίος … Dictionary of Greek
αλλαξομιλώ — ( άω και έω) ανταλλάσσω με άλλον υβριστικά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + μιλώ] … Dictionary of Greek
αλλόσπορος — η, ο (Μ ἀλλόσπορος, ον) αυτός που προέρχεται από άλλη σπορά νεοελλ. (υβριστικά) αλλόφυλος, νόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + σπόρος] … Dictionary of Greek
ανθρωπόμορφος — η, ο (Α ἀνθρωπόμορφος, ον) 1. αυτός που έχει τη μορφή, το σχήμα ανθρώπου, ανθρωποειδής* 2. φρ. «ἀνθρωπόμορφον τέρας» (υβριστικά) … Dictionary of Greek
βαρύλογος — η, ο (Α βαρύλογος, ον) νεοελλ. αυτός που είναι βαρύς στα λόγια, λιγομίλητος αρχ. εκείνος που λέει βαριά, υβριστικά λόγια … Dictionary of Greek
βλαστημώ — ( άω) (AM βλασφημῶ, έω) 1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων 2. αναθεματίζω, καταριέμαι μσν. νεοελλ. οικτίρω νεοελλ. 1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον 2. φρ. «βλαστήματα» εκδήλωση στενοχώριας και… … Dictionary of Greek