Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑβριστικά

См. также в других словарях:

  • ὑβριστικά — ὑβριστικός given to wantonness neut nom/voc/acc pl ὑβριστικά̱ , ὑβριστικός given to wantonness fem nom/voc/acc dual ὑβριστικά̱ , ὑβριστικός given to wantonness fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβριστικάς — ὑβριστικά̱ς , ὑβριστικός given to wantonness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υβριστικός — ή, ό / ὑβριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑβρίζω] (για λόγια ή πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύβρι, αυτός που αποτελεί ύβρι, προσβλητικός (α. «υβριστική συμπεριφορά» β. «ὑβριστικὴν καὶ βάρβαρον ἐπιστολήν», Αισχίν. γ. «ὑβριστικὴ διήγησις», Δίον …   Dictionary of Greek

  • παροινώ — έω ΜΑ [πάροινος] φέρομαι βίαια και υβριστικά κατά την οινοποσία (α. «μεθύων ἐπαρῴνει μάλιστα μὲν εἰς αὐτόν, εἶτα καὶ εἰς ἡμᾱς», Δημοσθ.) αρχ. 1. φέρομαι υβριστικά, προσβάλλω, κακομεταχειρίζομαι («οὐ μὴ εὕρης τοὺς ανθρώπους οἳ παροινήσουσιν εἰς… …   Dictionary of Greek

  • αγριογουρούνα — η 1. θηλυκός αγριόχοιρος* 2. (υβριστικά για γυναίκες) πρόστυχη, σκρόφα …   Dictionary of Greek

  • αγριογούρουνο — Βλ. λ. αγριόχοιρος. * * * το 1. κοινή ονομασία τού αγριόχοιρου* 2. (υβριστικά για πρόσωπα) πρόστυχος, χυδαίος …   Dictionary of Greek

  • αλλαξομιλώ — ( άω και έω) ανταλλάσσω με άλλον υβριστικά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + μιλώ] …   Dictionary of Greek

  • αλλόσπορος — η, ο (Μ ἀλλόσπορος, ον) αυτός που προέρχεται από άλλη σπορά νεοελλ. (υβριστικά) αλλόφυλος, νόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + σπόρος] …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπόμορφος — η, ο (Α ἀνθρωπόμορφος, ον) 1. αυτός που έχει τη μορφή, το σχήμα ανθρώπου, ανθρωποειδής* 2. φρ. «ἀνθρωπόμορφον τέρας» (υβριστικά) …   Dictionary of Greek

  • βαρύλογος — η, ο (Α βαρύλογος, ον) νεοελλ. αυτός που είναι βαρύς στα λόγια, λιγομίλητος αρχ. εκείνος που λέει βαριά, υβριστικά λόγια …   Dictionary of Greek

  • βλαστημώ — ( άω) (AM βλασφημῶ, έω) 1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων 2. αναθεματίζω, καταριέμαι μσν. νεοελλ. οικτίρω νεοελλ. 1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον 2. φρ. «βλαστήματα» εκδήλωση στενοχώριας και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»