-
1 ὑάγχη
A angina with external swellings like those in scrofula, Cael.Aur.CP3.1: v. κυν-άγχη. -
2 κυνάγχη
II sore throat, Hp.VM19, Prog.23, Aph. 3.16 (all pl.), Porph.Abst.3.7: συνάγχη is a constant v.l., but Gal. distinguishes κυνάγχη as an inflammation of the larynx, συνάγχη of the interior muscles of the throat, παρασυνάγχη of the exterior muscles, 8.248,17(2).706.IV pillory, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνάγχη
-
3 χοιράγχη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χοιράγχη
См. также в других словарях:
υάγχη — η / ὑάγχη, ΝΑ νόσος τού λαιμού τών χοίρων και, ειδικότερα, φλεγμονή τού βλεννογόνου τού οπίσθιου τμήματος τού στόματος και τού λάρυγγα αρχ. (γενικά) οξύς πόνος τού λαιμού, κυνάγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + άγχη (< ἄγχω), πρβλ. κυν άγχη,… … Dictionary of Greek
χοιράγχη — ἡ, ΜΑ, δωρ. τ. χοιράγχα Α η ὑάγχη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + άγχη (< ἄγχω «πιέζω, σφίγγω»), πρβλ. κυν άγχη, ὑ άγχη] … Dictionary of Greek