-
1 συνάγχη
συνάγχηsore throat: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————συνάγχηsore throat: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 συνάγχῃ
Βλ. λ. συνάγχη -
3 συνάγχη
A sore throat, Demad. ap. Poll.7.104, Plu.Dem.25, Aret.CA1.7, Favorin. in PVat.11.5.39, etc.; cf. κυνάγχη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνάγχη
-
4 συνάγχαις
συνάγχηsore throat: fem dat pl -
5 συνάγχην
συνάγχηsore throat: fem acc sg (attic epic ionic) -
6 συνάγχης
συνάγχηsore throat: fem gen sg (attic epic ionic) -
7 συνάγχας
συνάγχᾱς, συνάγχηsore throat: fem acc plσυνάγχᾱς, συνάγχηsore throat: fem gen sg (doric aeolic) -
8 κυνάγχη
II sore throat, Hp.VM19, Prog.23, Aph. 3.16 (all pl.), Porph.Abst.3.7: συνάγχη is a constant v.l., but Gal. distinguishes κυνάγχη as an inflammation of the larynx, συνάγχη of the interior muscles of the throat, παρασυνάγχη of the exterior muscles, 8.248,17(2).706.IV pillory, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνάγχη
-
9 συναγχικός
A affected with συνάγχη, Dsc.1.56, Ruf. ap. Orib. 8.24.30, Aret.CA1.7; of the nature ofσυνάγχη, πάθη Gal.15.790
. Adv.- κῶς Id.11.192
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναγχικός
-
10 συνάγχαι
συνάγχᾱͅ, συνάγχηsore throat: fem dat sg (doric aeolic) -
11 σύναγχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύναγχος
См. также в других словарях:
συνάγχη — sore throat fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάγχῃ — συνάγχη sore throat fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάγχη — η, ΝΜΑ είδος καταρροϊκής φλεγμονής τής μύτης ή τού φάρυγγα, ρινικός κατάρρους, το συνάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άγχη (< ἄγχω «πνίγω»), πρβλ. κυν άγχη, στηθ άγχη] … Dictionary of Greek
συνάγχαις — συνάγχη sore throat fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάγχην — συνάγχη sore throat fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάγχης — συνάγχη sore throat fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάγχας — συνάγχᾱς , συνάγχη sore throat fem acc pl συνάγχᾱς , συνάγχη sore throat fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργυράγχη — ἀργυράγχη, η (Α) λέξη που δημιουργήθηκε σκωπτικά κατ αναλογία προς το κυνάγχη (για να κατηγορηθεί ο Δημοσθένης ότι δωροδοκήθηκε και δεν παρουσιάστηκε να αγορεύσει με τη δικαιολογία ότι έπασχε από κυνάγχη). [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + άγχη (μόνο ως β… … Dictionary of Greek
δεράγχη — δεράγχη, η (Α) βρόχος, θηλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρη + άγχη < άγχω «σφίγγω, πιέζω, πνίγω» (πρβλ. κυνάγχη, λυκάγχη, συνάγχη)] … Dictionary of Greek
κύφων — ο (Α κύφων, ωνος) [κυφός] είδος ξύλινης βασανιστήριας συσκευής, στην οποία κλείνονταν και διατηρούνταν σε ακινησία το κεφάλι ή ο αυχένας ή άλλα μέλη τού σώματος τών δούλων και καταδίκων που τιμωρούνταν («δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
παρασυνάγχη — ἡ, Α φλόγωση, φλεγμονή. τών μυών τής μιας πλευράς τού λάρυγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + συνάγχη «συνάχι»] … Dictionary of Greek