Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ὀδυσσέας

См. также в других словарях:

  • Οδυσσέας — Περίφημος ήρωας του ομηρικού έπους, γιος του βασιλιά της Ιθάκης, Λαέρτη και της Αντίκλειας. Στην Ιλιάδα είναι ο πιστός συνεργάτης του Αγαμέμνονα και των άλλων ηρώων, πολεμιστής γενναίος, συνετός και πανούργος. Στην Οδύσσεια, της οποίας είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • Οδυσσέας — ο κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὀδυσσέας — Ὀδυσσέᾱς , Ὀδυσσεύς Odysseus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελύτης, Οδυσσέας — (Ηράκλειο Κρήτης 1911 – Αθήνα 1996). Φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή Οδυσσέα Αλεπουδέλη. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια της Μυτιλήνης, η οποία, τρία χρόνια μετά τη γέννηση του ποιητή, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ο Ε. φοίτησε στη νομική σχολή του… …   Dictionary of Greek

  • Ανδρούτσος, Οδυσσέας — (Ιθάκη 1790 – Αθήνα 1825). Αγωνιστής του 1821. Ήταν επτά ετών όταν θανατώθηκε o πατέρας του, ο γνωστός αρματολός Ανδρέας Βερούσης, που ήταν γνωστός με το προσωνύμιο Ανδρούτσος (βλ. λ.). Πολύ νωρίς κατατάχθηκε στο ναυτικό, ώσπου τον συνάντησε ο… …   Dictionary of Greek

  • Αλντροβάντι, Οδυσσέας — (Ulisse Aldrovandi, Μπολόνια 1522 – 1605). Ιταλός γιατρός, φυσιοδίφης και φιλόσοφος. Καθηγητής της φυσικής ιστορίας και της λογικής στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του, ίδρυσε μουσείο που υπάρχει μέχρι σήμερα, με αποδεκατισμένες όμως τις συλλογές …   Dictionary of Greek

  • Κωστελέττος, Οδυσσέας — (Κέρκυρα 1926 –). Σκηνοθέτης, σεναριογράφος και δοκιμιογράφος. Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου και θέατρο στη σχολή του Μιχάλη Κουνελάκη. Δραστηριοποιήθηκε στον κινηματογράφο τη δεκαετία του 1960 και ειδικεύτηκε στις ταινίες μελό, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Λάππας, Οδυσσέας — (Αλεξάνδρεια Αιγύπτου 1890 – Αθήνα 1971). Τενόρος. Συμπλήρωσε τις μουσικές του σπουδές στην Ιταλία. Είχε μια επιτυχημένη καριέρα που διήρκεσε σαράντα χρόνια, δίνοντας παραστάσεις σε διάφορα μεγάλα θέατρα της Ευρώπης και της Αμερικής (Σκάλα του… …   Dictionary of Greek

  • Φωκάς, Οδυσσέας — (Μολδαβία 1865 – Αθήνα 1946). Ζωγράφος. Σπούδασε στο Εξ αν Προβάνς της Γαλλίας και στο Παρίσι νομικά. Ταυτόχρονα σπούδασε ζωγραφική. Εγκαταστάθηκε το 1885 στην Αθήνα, με διακοπή 3 ετών, (1907 10), που έζησε στη Ρουμανία. Συνεργάστηκε αρχικά με το …   Dictionary of Greek

  • Odysséas Elýtis — Odysséas Elytis Οδυσσέας Ελύτης Nom de naissance Odysséas Alepoudhéllis Activités Poète Naissance 2 n …   Wikipédia en Français

  • πολύφημος — Ένας από τους Κύκλωπες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Θόωσας. Κατά τον Ευριπίδη, ήταν ο πατέρας των άλλων Κυκλώπων, αλλά σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Παρουσιάζεται ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»