-
1 οτις
-
2 οστις
ἥ-τις, ὅ-τι, эп. тж. ὅττι, часто ὅ - τι ( для отличия от союза ὅτι)(gen. οὗτινος, ἧστινος, οὗτινος, dat. ᾧτινι, ᾗτινι, ᾧτινι etc., тж. gen. ὅτου - ион. ὅτευ, эп. ὅττεο, dat. ὅτῳ - эп.-ион. ὅτεῳ; pl.: nom. n ἅσσα - атт. ἅττα, gen. ὅτων - эп.-ион. ὅτεων, dat. ὅτοισι - эп.-ион. ὁτέοισιν и ὁτέῃσιν) pron. relat. который бы (ни)
, какой бы (ни), кто бы (ни), иногда который, какой, кто (что)ὅτις τοιαῦτα ῥέζοι Hom. — всякий кто учинит нечто подобное;
ὅντινα κιχείη Hom. — кого бы он ни встречал;ὅστις σε φυλάσσει Hom. (кто-л. — из богов), который тебя охраняет;εἴπ΄ ἄγε μοι καὴ τόνδε, ὅστις ὅδ΄ ἐστιν Hom. — скажи мне, пожалуйста, кто вот это;ὅστις ἐστί Soph. — кто бы он ни был;ὅστις ἂν νέος κρατῇ Aesch. — (всякий), кто господствует с недавнего времени;τρόπῳ ὅτῳ ἂν δύνονται ἰσχυροτάτῳ Thuc. — самым действенным, каким только смогут, образом;δι΄ ὅντινα κακῶς ἤκουσε Her. — (Поликрат), из-за которого (Орету) пришлось выслушать оскорбления;τίνα γραφήν σε γέγραπται ; - Ἥντινα ; Plat. — какую жалобу он подал на тебя? - (Ты спрашиваешь), какую?;ἐξ ὅτου (περ) (sc. χρόνου) Soph., Eur., Xen. — с тех пор как;οὐδεὴς ὅστις οὐ Her. — всякий, каждый, решительно все;οὐδὲν ὅ. τι οὐκ ἀπώλετο Thuc. — (из греческих вооруженных сил) решительно все погибло
См. также в других словарях:
οτίς — ὀτίς και οὐτίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. ωτίς … Dictionary of Greek
ὅτις — ὅστις that masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χὥτις — ὅτις , ὅστις that masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όστις — ήτις, ό,τι (ΑΜ ὅστις, ἥτις, ὅ, τι, Α αρσ. και ὅτις και ὄρτιρ, ουδ. και ὅτι και ὅττι και ὄττι) (αναφ. αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α.(στον εν.) 1. γεν. οὗτινος και ὅτου, ἧστινος, οὗτινος και ὅτου, επικ. τ. ὅττεο και ὅττευ και ὅτευ, ιων. τ. ὅτεο, λεσβ. τ.… … Dictionary of Greek
SIRENES — monstra marina, poetarum fabulis celebratissima. Has finxerunt antiqui Acheloi fluminis, ac Terpsichores fuisse filias. NIcander autem l. 3. Mutationum, Melpomenen Sirenum matrem fuisse scribit, alii Steropen, alli Calliopen. Haeigitur siculum… … Hofmann J. Lexicon universale
οτιαφόροι — ὀτιαφόροι, οί (Α) (κατά το λεξ. ΑΒ) «οἱ τὰς ὀτίδας φέροντες ἐργάται ὀτὶς δὲ εἶδος ὄρνιθος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀτίς «είδος όρνιθας» + φόρος*] … Dictionary of Greek
ωτίδα — (otis). Γένος πτηνών της οικογένειας των ωτίδων, που ανήκει στην τάξη των γερανόμορφων. Τα πουλιά αυτά ζουν στις παραμεσόγειες χώρες και σε πολλές περιοχές της Ασίας, της Αυστραλίας και της ανατολικής Αφρικής. Το μήκος του σώματός τους φτάνει περ … Dictionary of Greek
OTUS — I. OTUS Vide Aloeus. II. OTUS avis mone, de qua aliquid infra voce Planipes. Graece ώτὸς, sicut Otis, de qua supra, Οτίς. Alias Osio, quasi Asinio, an quia rudentem asinum aemulatur, an quia aures habet prominulas? … Hofmann J. Lexicon universale
αγαθοδότης — ἀγαθοδότης, ο (θηλ. ότις, ιδος) (Μ) αυτός που παρέχει κάποιο αγαθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + δότης] … Dictionary of Greek
ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… … Dictionary of Greek
βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… … Dictionary of Greek