-
81 ηντινούν
-
82 ἡντινοῦν
-
83 ηστινοσούν
-
84 ἡστινοσοῦν
-
85 ητισούν
-
86 ἡτισοῦν
-
87 οίστισι
-
88 οἷστισι
-
89 οίστισιν
-
90 οἷστισιν
-
91 οίτινες
-
92 οἵτινες
-
93 ὅθ'
ὅθι, ὅθιwhere: indeclform (adverb)ὅτε, ὅστεwho: neut nom /voc /acc sg (attic)ὅτι, ὅστιςthat: neut nom /acc sgὅτε, ὅτεwhen: indeclform (conj)ὅτι, ὅτι 1for what: indeclform (adverb)ὅτι, ὅτι 2for what: indeclform (conj) -
94 οιστισινούν
-
95 οἱστισινοῦν
-
96 οντιναούν
-
97 ὁντιναοῦν
-
98 οντινούν
-
99 ὁντινοῦν
-
100 οστισδηποτούν
См. также в других словарях:
ὅστις — that masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όστις — ήτις, ό,τι (ΑΜ ὅστις, ἥτις, ὅ, τι, Α αρσ. και ὅτις και ὄρτιρ, ουδ. και ὅτι και ὅττι και ὄττι) (αναφ. αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α.(στον εν.) 1. γεν. οὗτινος και ὅτου, ἧστινος, οὗτινος και ὅτου, επικ. τ. ὅττεο και ὅττευ και ὅτευ, ιων. τ. ὅτεο, λεσβ. τ.… … Dictionary of Greek
Ὄστις ἀνθρώπου φύσιν… — См. Сверх человек … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὀστὶς δ’ ἀνάγκῃ συγκεχώρηκεν καλῶς. — См. Терпи казак, атаман будешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐκ ἔστιν ὅστις πάντ’ ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ. — οὐκ ἔστιν ὅστις πάντ’ ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ. См. Счастью не вовсе верь! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μάντις δ’ ἄριστος ὅστις εἰκάζει καλῶς. — См. Верим охотно тому, чего желаем … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
χὤστις — ὅστις , ὅστις that masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χὥστις — ὅστις , ὅστις that masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅστισπερ — ὅστις , ὅστις that masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱστισινοῦν — ὅστις that fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἵτινες — ὅστις that fem nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)