-
121 ἁρπάζω
A- άξω Il.22.310
, Babr.89.2,- άσω X.Eq.Mag.4.17
, ([etym.] ἀν-) E. Ion 1303; in [dialect] Att. more commonly , Ec. 866, Av. 1460, X.Cyr.7.2.5, ([etym.] ἀν-) Hdt.9.59; [var] contr.ἁρπῶμαι, ἁρπᾷ LXX Le.19.13
, al.: [tense] aor.ἥρπαξα Il.3.444
, Pi.N.10.67, IG4.951.11 (Epid.); Trag. and [dialect] Att. , Th.6.101 (also Il.13.528, 17.62, Hdt.2.156): [tense] pf. , Pl.Grg. 481a:—[voice] Med., [tense] aor.ἡρπασάμην Luc.Tim.22
, etc.ὑφ-αρπάσαιο Ar.Ec. 921
):—[voice] Pass., [tense] pf.ἥρπασμαι X.An.1.2.27
, E.Ph. 1079 ([etym.] ἀν-): 3 [tense] plpf. ; laterἥρπαγμαι Paus.3.18.7
, inf.- άχθαι Str.13.1.11
: [tense] aor. 1 ἡρπάσθην Hdt.1.1 and 4, etc.,- χθην Id.2.90
(v.l.), 8.115, D.S.17.74; later, [tense] aor. 2 ἡρπάγην [ᾰ] Lyc.505, etc.: [tense] fut.ἁρπᾰγήσομαι 1 Ep.Thess.4.17
, J.BJ5.10.3; part. ἁρπάμενος (as if from ἅρπημι) AP11.59 (Maced.), Nonn.D.1.340, al., ([etym.] ὑφ-) AP9.619 (Agath.):—snatch away, carry off,ὅτε σε πρῶτον Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς ἔπλεον ἁρπάξας Il.3.444
; ὡς δ' ὅτε τίς τε λέων.. ἀγέλης βοῦν ἁρπάσῃ ib.17.62; , cf. 5.416;κλέψαι τε χἁρπάσαι βίᾳ S.Ph. 644
;ἁ. τοῦ βασιλέος τὴν θυγατέρα Hdt.1.2
;ἁ. [χρυσὸν] ὑπὲκ τῶν γρυπῶν Id.3.116
;ἁ. καὶ φέρειν Lys.20.17
: abs., to be a robber, ὁτιὴ ’πιώρκεις ἡρπακώς Ar.Eq. 428, cf. Pl. 372; ἁρπάζειν βλέπει looks thievish, Men.Epit. 181:—[voice] Pass. (or [voice] Med.), ἐκ χερῶν ἁρπάζομαι I have her torn from my arms, E.Andr. 661.2 seize hastily, snatch up,λᾶαν Il.12.445
; ;τὰ ὅπλα X.An.6.1.8
; ἁ. τινὰ μέσον seize him by the waist, Hdt.9.107; λίθος ἥτις τὸν σίδηρον ἁρπάζει, of the magnet, Hp.Steril.243: c. gen. of the part seized,ἁ. τινὰ τένοντος ποδός E.Cyc. 400
: c. gen. partit.,ἁ. τούτων ἐνέτραγον Timocl.16.7
: abs., greedily,Pl.
R. 354b:—[voice] Med. in Luc. Sacr.3.3 seize, overpower, overmaster,γλῶσσαν ἁ. φόβος A.Th. 259
; seize, occupy a post, X.An.4.6.11; ἁρπάσαι πεῖραν seize an opportunity of attacking, S.Aj.2;ἁ. τὸν καιρόν Plu.Phil.15
; snap up,ὥσπερ εὕρημα Herod.6.30
.4 seize, adopt a legend, of an author, Hdt.2.156.II plunder, πόλεις, τὰ ἐκ τῶν οἰκιῶν, τὴν Ἑλλάδα, etc., Th.1.5, X.Cyr.7.2.5, D.8.55, etc. -
122 ἄσημος
A without mark or token, ἄ. χρυσός uncoined gold, bullion, or plate, Hdt.9.41; ἄ. χρυσίον, ἀργύριον, Th.2.13,6.8, Alex.69; freq. in Inscrr., opp. ἐπίσημον, IG1.170.6, 2.652B22, etc., cf. Luc.Cont.10; also of cattle, not branded, IG7.3171; of persons, without distinguishing marks (e. g. οὐλαί), PGrenf.1.27.7, al.; ἄ. ὅπλα arms without device, E.Ph. 1112: generally, shapeless, formless, Opp.C.3.160.2 later τὸ ἄσημον (sc. ἀργύριον) plate, silver, LXXJb.42.11, AP11.371 (Pall.); μέταλλα ἀσήμου silver-mines, Ptol.Geog.7.2.17: also, = electron, alloy of gold and silver, or an imitation thereof, Ps.-Democr.Alch.p.49 B., etc.:—masc. [full] ἄσημος, ὁ, PLeid.X.6, al.II of sacrifices, oracles, and the like , unintelligible,χρηστήρια Hdt.5.92
.β; χρησμοί A.Pr. 662
; ἄ. ὀργίων μαντεύματε S.Ant. 1013.III leaving no mark, indistinct,a to the hearing, πτερῶν γὰρ ῥοῖβδος οὐκ ἄ. ἦν ib. 1004; of sounds and voices, inarticulate, unintelligible,ἄσημα φράζειν Hdt.1.86
;ἄ. κνυζήματα Id.2.2
; ἄσημα βοῆς, = ἄσημος βοή, S.Ant. 1209.b without significance, meaningless, [τοῦ διπλοῦ ὀνόματος] τὸ μὲν ἐκ σημαίνοντος καὶ ἀσήμου Arist.Po. 1457a33
, Rh. 1405a35; ἄσημα τρίζειν, of a mouse, Babr.108.23;μόριον Stoic.2.46
;λέξις Simp. in Ph.1164.4
.c to the eye,ἄσημον ἔχειν μυελόν Arist.PA 652a1
: generally,πρὸς τὴν αἴσθησιν -ότερα Id.Aud. 802a14
.d generally, unperceived, unnoticed, A. Ag. 1596, S.Ant. 252; ἀσήμων ὑπὲρ ἑρμάτων hidden, sunken rocks, Anacr.38.IV of persons, cities, etc., of no mark, obscure, insignificant,οὐκ ἄ. E.HF 849
, cf. Ion8; νὺξ οὐκ ἄ. a night to be remembered (being a feast), Antipho 2.4.8;τὸ τῆς πατρίδος ἢ τοῦ γένους ἄσημον Phld.Sto.Herc.339.16
.V Adv.- μως
without leaving traces,Hp.
Epid.1.1, Morb.Sacr.11;ἀ. πορεύεσθαι X.Cyn.3.4
;ἀ. καὶ κενῶς φθέγγεσθαι
inarticulately,Theopomp.Hist.
250.2 ignobly,οὐκ ἀ. D.S.5.52
, Hdn.1.10.4. -
123 ἐγκαθίζω
A seat in or upon,εἰς θρόνον Pl.R. 553c
; ἐ. στρατιὰν ἐν τοῖς τόποις station a force in a place, Plb.16.37.4: [tense] aor. 1 [voice] Med., ναὸν ἐγκαθείσατο (vulg. ἐγκαθείσατο, cf. ἐγκαθισάμενοι τὰ ὅπλα v.l. in J.BJ5.1.2) founded a temple there, E. Hipp.31.2 administer a sitz-bath to one, Sor.1.64, Herod.Med. ap.Orib.6.20.18, etc.:—[voice] Pass., Hp.Mul.1.35; also, to be used for such, Dsc.5.13,30.II intr., sit in or upon, [ θρόνῳ] Pi. P.4.153:—[voice] Med., ἐγκατίζεσθαι εἰς θρόνον take one's seat on.., Hdt.5.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαθίζω
-
124 ἐκκροτέω
II hammer out, form, educate, Phryn.PSp.68 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκροτέω
-
125 ἐκλάμπω
A shine or beam forth, Hdt.6.82, A.Pr. 1083 (anap.);ὅπλα ὥστε κάτοπτρον ἐξέλαμπεν X.Cyr.7.1.2
, etc.;ὀμμάτων ἐ. πόθος APl. 4.182
(Leon.);ὥσπερ ἀστραπήν Hp.Epid.7.88
;πῦρ ἐκ λίθων ἐ. Arist. HA 516b11
: metaph.,δίκας δ' ἐξέλαμψε θεῖον φάος Trag.Adesp.500
;ὥσπερ ἐκ πυρείων ἐ. Pl.R. 435a
;ἐξ. ἡ δόξα Plb.31.23.2
; of persons, Ph.1.326, al.; burst forth violently, of a fever, Hp.VM16 ; of sound, to be clearly heard, [ ἐκ τῆς κραυγῆς]ἐξέλαμψε τὸ καλεῖν τὸν βασιλέα Plb.15.31.1
.II c. acc. cogn., flash forth,πυρωπὸν γλῆνος ἐκλάμψαν φλόγα A.Fr.300.4
; σέλας dub.l.in E.Fr. 330, cf. Lyc.1091 ;πῦρ App.Syr.56
, cf. BiasFr.Lyr.: metaph.,νοῦς ἐ. αἰσθήσεις Ph.1.72
;ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ὁ θεὸς ἑαυτὸν ἐξέλαμψε Iamb.Myst.8.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκλάμπω
-
126 ἐκμετρέω
A measure out, measure, ; ; ἐ. τὸν βίον to end life, to die, Tz. H.3.800: abs., measure a distance,ἐπὶ τὰς πόλεις LXXDe.21.2
:—freq. in [voice] Med., measure for oneself, measure out, ἄστροις..ἐκμετρούμενος χθόνα measuring, calculating its position by the stars (for he was an exile), S.OT 795; take measure of,τὰ ἐκείνου ὅπλα X.Cyr.6.4.2
, cf. Plb.5.98.2 :—[voice] Pass., PTeb.61 (b). 258 (ii B.C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκμετρέω
-
127 ἐκποιέω
A put out:1 put out a child, i.e. give him to be adopted by another, opp. εἰσποιέω, D.C.60.33 :—[voice] Pass., to be adopted,ἂν ἐκποιηθῇ Is.7.25
, cf. D.C.38.12.2 alienate, Pherecr.65, Cod.Just.1.5.17.1, al.III make complete, finish off, Sophr.76, Hdt.2.125 ([voice] Pass.);οἰκίας IG12(5).252
(Paros, vi/v B.C.); τὰς ὁδοὺς γεφύραις ἐ. furnish them with.., D.C.68.15 ;πρὸς τὰ μεγέθη τὰ γεγραμμένα IG7.3073.101
(Lebad.): c. gen. materiae, Παρίου λίθου τὰ ἔμπροσθε ἐξεποίησαν they made all the front of Parian marble, Hdt. 5.62 ;ἱερὰ βασιλείοις -πεποιημένα τέλεσι Philostr.VA8.31
.IV cause,βλαστάνειν οὐκ ἐ. τὸ τῆς ὥρας Thphr.CP1.14.2
.2 permit, τινί, c.inf., LXXSi.18.4 : impers., it is allowable,Hp.
Prorrh.2.3 ; of the weather, it is favourable, Telesp.53H.: intr., to be sufficient, LXX 2 Ch.7.7 ;ἐφ' ὅσους ἂν ἐκποιῇ μῆνας SIG976.57
(Samos, ii B.C.): impers., it suffices,Lys.
Fr.57S., cf. Chrysipp.Stoic.3.21 : [tense] fut.,περὶ τούτων ἐν τοῖς ἑξῆς σαφέστερον ἐκποιήσει κατανοεῖν Plb.2.24.17
, cf. Ceb.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκποιέω
-
128 ἐκτάδιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτάδιος
См. также в других словарях:
ὅπλα — ὅπλον tool neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγχέμαχα όπλα — Τα όπλα που ενεργούν σε μικρή απόσταση και χρησιμοποιούνται στις μάχες εκ του συστάδην (σώμα με σώμα). Α.ό. (άγχι = κοντά + μάχομαι) στην αρχαία εποχή ήταν το δόρυ, η λόγχη, το ξίφος κ.ά. Στη σύγχρονη εποχή όπλο του είδους είναι η λόγχη, που… … Dictionary of Greek
θὤπλ' — ὅπλα , ὅπλον tool neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θὤπλα — ὅπλα , ὅπλον tool neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλάς — ὁπλά̱ς , ὁπλή hoof fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅπλ' — ὅπλα , ὅπλον tool neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Πολεμικό Ελλάδος — Εγκαινιάστηκε το 1975 και στεγάζεται στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας (στη γωνία με την οδό Ριζάρη), στην Αθήνα. Είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και υπάγεται στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Η συλλογή του αποτελείται από ευρήματα και ιστορικά… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek