-
1 Ιλος
ὅ Ил1) сын Дардана, царь Дардании; его эпитеты у Hom.παλαιός «древний», δημογέρων «старейший из народа»
2) сын Троя и Каллирои, отец Лаомедонта, брат Ганимеда, основатель Илиона Hom., Diod. -
2 Δαρδανιδης
- ου, эп. ᾱο ὅ2) pl. οἱ Δαρδανίδαι дарданиды, потомки Дардана Pind., перен. троянцы Eur. -
3 Ιλιαδης
-
4 Μερμεριδης
- ου ὅ Мермерид, сын Мермера, т.е. Ἶλος Hom. -
5 ομιλος
ὅ [ἴλη] только sing.1) толпа, полчище, масса(Δαναῶν, ἵππων τε καὴ ἀνδρῶν Hom.; Νομάδων Pind.; θοινατόρων Eur.)
ὅ ψιλὸς ὅ. Thuc. — легковооруженное войско;ὅ. πολλὸς Ἕλλην Her. — большое греческое население;ναύφρακτος ὅ. Aesch. — разбитый флот2) шум, смятениеτινὰ ἐξάγειν ὁμίλου Hom. — вывести кого-л. из боевой свалки;
βοῇ καὴ ὁμἰλῳ Her. — с криком и шумом;μέ βίῃ καὴ ὁμίλῳ Her. — без насилия и шума -
6 παλαιος
3, лак. παλεόρ (compar. παλαιότερος и παλαίτερος, superl. παλαιότατος и παλαίτατος)1) старый(οἶνος, νῆες Hom.; ὑποδήματα Plat.; ἱμάτιον NT.)
2) старинный, давнишний(ξεῖνος Hom.)
κατὰ τὸν παλαιὸν λόγον Plat. — согласно старинной поговорке;ἥ παλαιὰ διαθήκη NT. — ветхий завет3) престарелый(γέρων, γρηῦς Hom.)
4) древний(Ἶλος Hom.; νόμοι Aesch.; θέσφατα Soph.)
ἐκ παλαιοῦ и ἐκ παλαιτέρου Her. — с древних времен, издревле;οἱ παλαιοί Thuc. — люди древних эпох, древние5) устаревший, обветшалый, утративший смысл, пустой(κωφὰ καὴ παλαιὰ ἔπη Soph.)
См. также в других словарях:
Ἴλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἶλος — Ἶ̱λος , Ἶλος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δάρδανου και της κόρης του Τεύκρου, Βάτειας. Όταν πέθανε o πατέρας του, βασίλεψε στη Δαρδανία και άφησε τον θρόνο στον αδελφό του Εριχθόνιο, γιατί δεν είχε παιδιά. 2. Ιδρυτής και επώνυμος ήρωας του Ιλίου,… … Dictionary of Greek
Ἴλοιο — Ἴλος masc gen sg (epic) Ἴ̱λοιο , Ἶλος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴλου — Ἴλος masc gen sg Ἴ̱λου , Ἶλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴλως — Ἴλος masc acc pl (doric) Ἴ̱λως , Ἶλος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴλῳ — Ἴλος masc dat sg Ἴ̱λῳ , Ἶλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴλον — Ἴλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγίλος — ὁ, Α άγνωστο είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ονομ. πτηνού, η οποία εμφανίζει επίθημα ίλος, όπως και άλλα ον. πτηνών (πρβλ. ὀρχ ίλος, σποργ ίλος, τροχ ίλος). Κατά μία άποψη, η λ. μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα *bher (e)g «γαβγίζω,… … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
πυρρούλας — ο, ΝΑ, και πύρρουλας Ν ζωολ. κοινή, σήμερα, ονομασία τεσσάρων ειδών στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας fringillidae, δύο από τα οποία απαντούν στην Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πυρρούλας σχηματίστηκε < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» (πρβλ. πύρρα) με … Dictionary of Greek