-
1 Όμηρ'
-
2 Ὅμηρ'
-
3 όμηρ'
-
4 ὅμηρ'
-
5 ὁμηρεύω
ὁμηρ-εύω (A),A to be or serve as a hostage, Aeschin.3.133, Antiph.117 ;παρά τινι Aeschin.2.81
;ὑπέρ τινος Is.7.8
, IG12(7).386.20 (Aegiale, iii B.C.): metaph.,[οἶνος] πίστιν ἀνθρώποις καὶ φιλίαν -εύει
is the pledge of..,J.
AJ2.5.2.II take as a hostage, E.Rh. 434 :—[voice] Med., give hostages, Aen.Tact.10.23 (the sense in E.Ba. 297 is doubtful).------------------------------------ὁμηρ-εύω (B),A v. Ὅμηρος------------------------------------ὁμηρ-εύω (C),Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμηρεύω
-
6 Ὁμήρειον
Ὁμήρ-ειον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὁμήρειον
-
7 Ὁμήρειος
Ὁμήρ-ειος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὁμήρειος
-
8 ὁμήρευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμήρευμα
-
9 ὁμηρέω
A meet,ὡμήρησε δέ μοι.. ἄγγελος ὠκύς Od. 16.468
; expld. by Harp. as = ἀκολουθεῖν in Theopomp.Hist.278, cf. Arist.Fr.76.2 metaph., accord, agree, φωνῇ ὁμηρεῦσαι ([dialect] Ion. for - οῦσαι) Hes.Th.39. -
10 Ὁμηρίδης
A the Homerids, a family or guild of poets in Chios, who claimed descent from Homer, Str. 14.1.35, cf. Hellanic.20 J. ; of the ῥαψῳδοί, Pi.N.2.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὁμηρίδης
-
11 Ὁμηρίζω
A imitate Homer, use Homeric phrases, Lib.Descr.30.8 codd.II act scenes from Homer, Artem.4.2.III ([etym.] ὁμοῦ, μηρός) indulge unnatural lust, with an intentional equivoque, Ach.Tat.8.9 ; cf.sq.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὁμηρίζω
-
12 Ὁμηρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὁμηρικός
-
13 Ὁμηριστής
A rhapsode, Aristocl.Hist.10, POxy.519.4 (ii A.D.).II actor of Homeric scenes, Artem.4.2 ; mentioned (without the word) in Ach. Tat.3.20 ; cf.ὁμηρίζω 11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὁμηριστής
-
14 Ὁμηρίς
-
15 ὅμηρος
Grammatical information: m.Meaning: `pledge, hostage, bail, warrant' (IA.).Other forms: pl. also -α.Derivatives: ὁμηρεύω, also with ἐξ-, συν-, `to serve as a hostage, to guarantee, to take as a pledge, to take hostage' (Att. Redner, E. Rh. 434, Antiph.) with ὁμηρ-εία f. (Pl., Th., Plb.), - ευμα n. (Plu.) `pledge, hostage', ἐξ-ευσις f. `hostage-taking' (Plu.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]Etymology: Prob. prop. with Curtius a.o. "who is together (with others), the companion, who is forced to go with", compound of ὁμοῦ and ἀρ- in ἀραρειν etc. w. similar meaningdevelopment as in Lat. obsēs (: obsideō) `hostage, bail' (but the root ἀρ- is difficult to understand). Slightly diff. Szemerényi Glotta 33, 363 ff.: the 2. member to ἐρ- in ἔρχομαι. The orig. meaning still in ὁμηρέω and ὁμηρέταις ὁμοψήφοις, ὁμογνώμοσιν H.; cf. also ὁμαρτέω and ἁμαρτή. -- Perhaps identical with this ὅμηρος = ὁ τυφλός (Lyc., H.), "because he goes with his leader" (Birt Phil. 87, 376ff.; cf. Kretschmer Glotta 22, 264)?; hardly convincing. Rather appellative use of the name of the poet (?). On attempts to connect the name Ο῝μηρος (Cret. Ο῝μαρος) wiht the appellative, s. except P.-W. 8, 2199 f. also Birt l.c. and Durante Rend. Acc. Lincei Ser. 8: 12, 94ff.; cf. Schwartz Herm. 75, 1ff., Bonfante, Par. Pass. 1968, 360; Posock, St. Mic. 4(1967)101; Deroy, Ant. Cl. 1972, 427.Page in Frisk: 2,386Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὅμηρος
См. также в других словарях:
Ὅμηρ' — Ὅμηρε , Ὅμηρος Homer masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅμηρ' — ὅμηρα , ὅμηρος pledge neut nom/voc/acc pl ὅμηρε , ὅμηρος pledge masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… … Dictionary of Greek
-άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
απειλώ — (I) ἀπειλῶ ( έω) (Α) 1. κρατώ μακριά, απομακρύνω βίαια 2. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω 3. παθ. α) πέφτω σε στενοχώρια β) συνωθούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + ειλέω (Ι) «συγκεντρώνω, πιέζω»]. (II) (AM ἀπειλῶ, έω) εκφοβίζω, φοβερίζω νεοελλ. παθ. επίκειμαι ως… … Dictionary of Greek
απλός — ή, ό (AM ἁπλοῡς, ῆ, οῡν, Α κ. ἀπλόος η, ον)·) 1. μονός 2. ανεπιτήδευτος, απέριττος 3. (για πρόσωπα) ειλικρινής, άδολος, ευθύς νεοελλ. εύκολος, ευκολονόητος αρχ. 1. απόλυτος, πλήρης, απεριόριστος 2. καθαρός, αμιγής 3. ανεύθυνος, αναρμόδιος 4.… … Dictionary of Greek
βούλομαι — και βουλιέμαι και βουλιούμαι (AM βούλομαι, Α και επιτ. τ. βόλομαι) 1. θέλω, επιθυμώ 2. λογαριάζω, σκέπτομαι να πράξω κάτι νεοελλ. αποφασίζω μσν. (για διάταξη νόμου) καθορίζω αρχ. φρ. 1. «εἰ βούλει» (ευγενική φράση φιλοφροσύνης) αν αγαπάς 2.… … Dictionary of Greek
εσύ — (ΑΜ σύ Α και επικ. τύπος τύνη, λακων. τούνη, δωρ. τύ, βοιωτ. τού) προσ. αντων. β προσ. νεοελλ. 1. η ονομαστική χρησιμοποιείται κυρίως για έμφαση ή αντιδιαστολή («εσύ τό λες αυτό, κανείς άλλος») 2. οι πλάγιες πτώσεις συντάσσονται πάντοτε με ρήμα… … Dictionary of Greek
νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… … Dictionary of Greek
ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… … Dictionary of Greek
τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες … Dictionary of Greek