-
21 καθ-ηγεμών
καθ-ηγεμών, όνος, ὁ, ion. κατηγεμών, = simplex; τῆς ὁδοῦ, Wegweiser, Her. 7, 128; καὶ ὁδηγοί Pol. 3, 48, 11; Sp., wie Plut. Thes. 18; Führer, Leiter, περὶ τῶν ὅλων Pol. 7, 14, 4, wie τῆς ἀρετῆς Plut. Dion. 1.
-
22 μετα-τίθημι
μετα-τίθημι (s. τίϑημι), 1) dazwischen stellen, bringen, τῷ κ' οὔτι τόσον κέλαδον μετέϑηκεν, er hätte nicht so viel Lärm unter uns erregt, 18, 402. – 2) verfolgen, umstellen, umändern; pass., μετετέϑην εὐβουλίᾳ, Eur. I. A. 388; μετατίϑησιν αὐτῶν τὰ αἰδοῖα εἰς τὸ πρόσϑεν, Plat. Conv. 191 b, öfter; auch pass., ἀντὶ ποίων ποῖα μετατεϑέντα εὐδαίμονα τὴν πόλιν ἀπεργάζοιτ' ἄν, Legg. III, 683 b; vgl. προφάσεις ἀντὶ τῶν ἀληϑῶν ψευδεῖς μεταϑείς, Dem. 18, 225; versetzen, Xen. Mem. 3, 14, 6; μετατιϑέναι τι ἐν τῇ λέξει, Arist. rhet. 1, 9; τῶν ὅλων οὐδέν τι μετέϑηκαν, Pol. 1, 63, 2; πρὸς τὸ βέλτιον τοὺς ἁμαρτάνοντας, 5, 12, 3; auch τὰς πατρίδας ἀπό τινων πρὸς ἑτέρας συμμαχίας, 17, 13, 5, zu anderen Bündnissen verleiten; Sp., wie Luc. Charid. 19. – Med. für sich umsetzen, verändern, τὸ κείνων κακὸν τῷδε κέρδος μετατιϑέμενος, Soph. Phil. 511, wo der Schol. erkl. τὸ ἐκείνους λυποῦν τούτῳ κέρδος μεταποιῶν; ταχὺς μετέϑου λύσσαν, Eur. Or. 254; σμικρὸν γάρ τι μετατίϑεμαι, Plat. Theag. 122 c, wie Theaet. 197 b; τὴν γνώμην, Her. 7, 18; bes. auch seine Meinung ändern u. etwas Anderes behaupten, ἀλλὰ μεταϑώμεϑα Plat. Rep. I, 334 e, ὕστερον γὰρ ἐξέσται ἡμῖν καὶ μεταϑέσϑαι, ἢν μή τι ἀρέσκῃ Thuc. 8, 53, μετατίϑεμαι τὰ εἰρημένα Xen. Mem. 4, 2, 18; νόμους, 4, 4, 14, τὴν ἄγνοιαν, seinen Irrthum wieder gut machen, Pol. 11, 25, 10; μεταϑέσϑαι πρὸς τὴν Ῥωμαίων αἵρεσιν, zur Partei der Römer übertreten, 26, 2, 6, vgl. 3, 111, 8; Luc. erkl. es durch ἐπανορϑοῦν, Cynic. 18; – ὁ μεταϑέμενος heißt der Philosoph, der von einer Sekte zur andern übergetreten ist, D. L. 7, 37. 166; Ath. VII, 281 d.
-
23 δια-κρίνω
δια-κρίνω (s. κρίνω), trennen, sondern, absondern, scheiden, auseinanderbringen. Bei Homer stets in dieser ursprünglichen Bedeutung: 1) Activ.: Iliad. 2, 475 ὥς τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν αἰπόλοι ἄνδρες ῥεῖα διακρίνωσιν, ἐπεί κε νομῷ μιγέωσιν; Odyss. 8, 195 και κ' ἀλαός τοι, ξεῖνε, διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων, ἐπεὶ οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ, ἀλλὰ πολὺ πρῶτον; 4, 179 οὐδέ κεν ἡμέας ἄλλο διέκρινεν φιλέοντέ τε τερπομένω τε, πρίν γ' ὅτε δὴ ϑανάτοιο μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψεν; besonders Kämpfende auseinanderbringen: Iliad. 2, 387 εἰ μὴ νὺξ ἐλϑοῦσα διακρινέει μένος ἀνδρῶν; 7, 292 ὕστερον αὖτε μαχησόμεϑ', εἰς ὅ κε δαίμων ἄμμε διακρίνῃ, δώῃ δ' ἑτέροισί γε νίκην; 17, 531 καί νύ κε δὴ ξιφέεσσ' αὐτοσχεδὸν ὁρμηϑήτην, εἰ μή σφω' Αἴαντε διέκριναν μεμαῶτε. – 2) Passiv.: Odyss. 9, 220 στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων· διακεκριμέναι δὲ ἕκασται έρχατο, χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ' αὖϑ' ἕρσαι; Iliad 2, 815 ἔνϑα τότε Τρῶές τε διέκριϑεν ἠδ' ἐπίκουροι; von Kämpfenden: Iliad. 7, 306 τὼ δὲ διακρινϑέντε ὁ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν ἤι', ὁ δ' ἐς Τρώων ὅμαδον κίε; 3, 98. 102 φρονέω δὲ διακρινϑήμεναι ἤδη Ἀργείους καὶ Τρῶας, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέποσϑε εἵνεκ' ἐμῆς ἔριδος καὶ Ἀλεξάνδρου ἕνεκ' ἀρχῆς. ἡμέων δ' ὁπποτέρῳ ϑάνατος καὶ μοῖρα τέτυκται, 102 τεϑναίη· ἄλλοι δὲ δια κρινϑεῖτε τάχιστα: zu vs. 102 vgl Scholl. Herodian.; zu vs. 99 Scholl. Aristonic. Ἀργείους καὶ Τρῶας: ἡ διπλῆ περιστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Ἀργεῖοι καὶ Τρῶες, ὡς ἀποστροφῆς τοῦ λόγου γεγονυίας πρὸς αὐτούς. ἔστι δὲ τὸ διακρινϑῆναι διχῶς χωρισϑῆναι· ὁ δὲ Ζηνόδοτος συνήϑως ἡμῖν τέταχεν (»puto pro judicium subire« Lehrs Aristarch. p. 151). – 3) Medium in passiver Bedeutung: Odyss. 18, 149 οὐ γὰρ ἀναιμωτί γε διακρινέεσϑαι ὀίω μνηστῆρας καὶ κεῖνον, ἐπεί κε μέλαϑρον ὑπέλϑῃ; 20, 180 πάντως οὐκέτι νῶι διακρινέεσϑαι ὀίω πρὶν χειρῶν γεύσασϑαι. – Bei den Folgenden: 1) von einander absondern, aus- u. unterscheiden, trennen; οὐδένα Her. 3, 39; διακρινομένη στρατιὴ ἐσχίζετο 8, 34; αἵρεσιν 1, 11; στήμονας συγκεχυμένους Plat. Crat. 388 b; φίλην καὶ ἐχϑράν Rep. II, 376 b; κατὰ γένος Soph. 253 e; Ggstz συγκρίνειν Phaed. 72 c; auch med. so, διακεκρίμεϑα χωρὶς τάς τε καϑαρὰς ἡδονὰς καὶ τὰς ἀκαϑάρτους Phil. 32 a; vgl. 46 b; τὴν κόμην, das Haar scheiteln, Plut. Rom. 15; auch τινός, von etwas, Ap. Rh. 3, 1129. – 2) entscheiden, beurtheilen, λόγον ἀνϑρώπων, ὀρϑᾷ φρενί, Pind. P. 1, 68 Ol. 8. 24; Her. 7, 54; Ἅιδης διακρίνει τοῠτο Ar. Vesp. 763; oft bei Plat., τὴν δίκην Legg. XI, 937 b; διέκρινε καὶ διεξῄει τὰ ἐρωτώμενα Prot. 315 c; ὁπότερος ἀληϑῆ λέγει Lach. 186 e; τὸν νικῶντα χει ροτονίαις Legg. II, 659 b; u. so Folgde. Auch med., διακρινώμεϑα νεῖκος Hes. O. 35. – Pass., bes. aor. διεκρίϑην, getrennt werden, aus einander kommen, Her. 7, 219; ἐκ τῆς ναυμαχίης 8, 18; ἀπ' ἀλλήλων Thuc. 1, 105; aber οὐδὲν ἔτι διεκέκριτο, 1, 49, es wurde kein Unterschied mehr gemacht; einen Streit beilegen; πόλεμος διακριϑήσεται Her. 7, 206; περί τινος Plat. Euth. 7 c; Legg. XII, 956 c; aber auch = in Streit mit Jemand gerathen, kämpfen, μάχῃ πρός τινα Her. 9, 58; ὅπλοις ἢ λόγοις, ausmachen, Dem. 12. 17 (epist. Phil.); περὶ τῶν ὅλων Pol. 3, 111; vgl. 2, 22, 11. 18, 35, 4; abs., sich streiten, Ath. XII, 554 c; – zweifeln, N. T.
-
24 λαλέω
λαλέω, (lallen) viel reden, schwatzen, auch von unarticulirtem, undeutlichem Schreien, B. A. 51 erkl. φλυαρεῖν, u. Plut. sagt von den Affen λαλοῦσι μὲν γὰρ οὗτοι, οὐ φράζουσι δέ, plac. philos. 5, 20; Alcib. 13 λαλεῖν ἄριστος, ἀδυνατώτατος λέγειν, aus Eupol.; doch tritt diese Nebenbdtg auch so zurück, daß es bes. bei Dichtern dem λέγειν nahe steht, »sprechen«, die bloße Thätigkeit des Mundes u. der Zunge bedeutend, Soph. Phil. 110; Ar. Thesm. 267 Ran. 761 u. öfter; vom Kinde, λαλῆσαι οὔπω δυνάμενον ἃ πάσχει Plat. Ax. 366 d; Sp., ἀφωνίη καὶ πέντε ὅλων ἐτέων λαλέειν μηδέν Luc. Vit. auct. 3; τινί, mit Einem sprechen, Ar. Eccl. 16 Equ. 348; Pol. 30, 1, 6 u. öfter. – Bei den Dichtern auch wie λαλαγέω, von den Vögeln, Mosch. 3, 47; ἀκρίδες, Theocr. 5, 34 ( λαλεῦμες, 15, 92, öfter, nur im praes.). – Von Instrumenten, μάγαδιν λαλήσω, Anaxandr. bei Ath. IV, 182 d; αὐλῷ Theocr. 20, 29; geradezu = singen, Mosch. 3, 113. – Vom Wiederhall, D. Cass. 74, 21.
-
25 οἰκο-νομέω
οἰκο-νομέω, das Haus verwalten; ἁπερεί τις ἔποικος ἀναξία οἰκονομῶ ϑαλάμους πατρός, Soph. El. 190; τὴν οἰκίαν, Plat. Lys. 209 d; u. allgemein, verwalten, leiten, οὐδὲν δι' αὑτοῦ οἰκονομεῖν ὑπὲρ τῶν ὅλων, Pol. 4, 27, 6, Nichts in der Staatsverwaltung selbstständig bestimmen; auch pass., τὰ οἰκονομούμενα, die Verwaltung, 25, 2, 12; daher auch = zweckmäßig vertheilen, Plat. Phaedr. 256 e u. bes. Medic.
-
26 ἀπο-κινδῡνεύω
ἀπο-κινδῡνεύω, 1) einen Versuch machen, σοφὸν' λέγειν Ar. Ran. 1105; ἔν τινι Xen. Mem. 4. 2, 5; τοῦτο Lys. 4, 17; sich in ein entscheidendes Treffen einlassen, πρός τινα Thuc. 7, 81; Sp.; περὶ τῶν μεγίστων, ὅλων, das Höchste, Alles auf's Spiel setzen, Plut.; εἴς τι Phoc. 32; πρός τι Spt. Sap. conv. 6. Auch pass., τὰ χρήματα ἀποκεκινδυνεύσεται Thuc. 3, 39, werden in Gefahr kommen. – 2) sich in der Gefahr trennen, τινός Philostr. Apoll. 7, 15.
-
27 ὀλοό-φρων
ὀλοό-φρων, ον (vgl. ὀλοὰ φρονεῖν unter ὀλοός), Verderbliches sinnend, auf Tod u. Verderben sinnend, vom wilden, feindlichen Sinne; in der Il. heißen so ὕδρος, λέων, 2, 723. 15, 630, κάπρος, 17, 21; und so brauchen es auch stets die sp. D., wie Ap. Rh. 4, 818, Qu. Sm. 3, 425. 5, 405. – In der Od., wo Atlas, Aeetes, Minos, 1, 52. 10, 137. 11, 322 so heißen, erklärten es schon Alte, auf ὅλος zurückgehend, ὁ τῶν ὅλων φροντιστικός, der das Ganze bedenkt, allkundig, allklug, u. schrieben auch wohl ὁλοόφρων, u. stützten sich bes. auf den in der ersten Stelle mit Bezug auf Atlas folgenden Relativsatz, ὅςτε ϑαλάσσης πάσης βένϑεα οἶδεν; eine andere Erklärung ist ὁ οὔλας ἢ ὑγιεῖς τὰς φρένας ἔχων, ganzen, tüchtigen, gefunden Sinn habend (vgl. δαΐφρων). Aber alle drei erscheinen im Homer als gewaltige, über das gewöhnliche menschliche Maaß der Klugheit hinausgehende und deshalb den Andern furchtbare, entsetzliche Wesen, die wenigstens gefährlich werden können, wenn sie auch in dem besondern Falle nicht einen gefährlichen Gebrauch von ihrer überwiegenden und verderblichen Klugheit u. Schlauheit machen.
-
28 ἐπι-τρέπω
ἐπι-τρέπω, aor. ἐπέτρεψα, Hom. auch ἐπέτρα-πον, u. im med. nur ἐπετραπόμην, aor. I. pass. ἐπετρέφϑην, ion. ἐπιτράπω, zuwenden; – 1) hingeben, übergeben, überlassen, anvertrauen, οἶκόν τινι, zur Aufsicht Einem das Haus übergeben, Od. 2, 226; ἐπίτρεψον ϑεοῖσιν 19, 502; c. inf., Τρωσὶν γὰρ ἐπιτραπέουσι φυλάσσειν Il. 10, 421; pass., ᾡ λαοί τ' ἐπιτετράφαται καὶ τόσσα μέμηλεν 2, 25, wie Ὁραι τῇς ἐπιτέτραπται μέγας οὐρανός 5, 750; παισὶ κτήματα, den Kindern zuwenden, hinterlassen, Od. 7, 149; αὑτοὺς σμικραῖς ἐλπίσιν Eur. frg.; oft in Prosa, τὰ πρήγματά τινι Her. 6, 26; ὑμῖν ἐπιτρέπω καὶ τῷ ϑεῷ κρῖναι περὶ ἐμοῦ Plat. Apol. 35 d; εἰ τὸ σῶμα ἐπιτρέπειν σε ἔδει τῳ Prot. 313 a; ἐπιτρέψαι τῷ ϑεῷ περὶ τούτων Gorg. 512 e; ἀρχήν τινι Xen. An. 5, 9, 31, Folgde, pass., ἰατρῷ ἐπιτρεφϑείς Antiph. IV β 4; παρὰ τούτων Ἡρακλεῖδαι ἐπιτραφϑέντες ἔσχον τὴν ἀρχήν Her. 1, 7, vgl. 2, 121, 1; bes. als Statthalter übergeben, 1, 64 u. oft; οἱ ἐπιτετραμμένοι τὴν φυλακήν, denen die Wache anvertraut ist, Thuc. 1, 126, wie οἱ τὰς πόλεις ἐπιτετραμμένοι Luc. Nigr. 34. – 2) zulassen, einräumen, νίκην τινί Il. 21, 473; gestatten, vergönnen, οὐκ ἄν ποτ' ἄλλῳ τοῦτό γ' ἐπέτρεπον ποιεῖν Ar. Plut. 1078; εἰ βουλοίμεϑά τῳ ἐπιτρέψαι παῖδας ἄῤῥενας παιδεῦσαι Xen. Mem. 1, 5, 2; τινὶ χώραν διαρπάσαι An. 1, 2, 19; τούτοις ὁπότερ' ἂν ψηφίσωνται 7, 7, 18; οὔτε τοῖς ἄλλοις ἐπιτρέπομεν ποιεῖν Plat. Chartn. 171 e; Conv. 219 c u. öfter; absolut, ταῖς ἡδοναῖς καὶ ἐπιϑυμίαις μὴ ἐπιτρέποντες Legg. VII, 802 b. Auch τινὶ κακῷ εἶναι Xen. An. 3, 2, 31; οὐδ' αὐτοῖς Θηβαίοις ἐπετρέπετε αὐτονόμους εἶναι Hell. 6, 3, 9; ἀδικέοντι τῷ ἀδελφεῷ Her. 2, 120; vgl. μὴ ἐπιτρέπων τῷ ἀσεβοῦντι sc. ἀσεβεῖν, Plat. Euthvphr. 5 e; c. acc. c. int., ἡμᾶς οὐδ' ἐναυλισϑῆναι ἐπιτρέπεις Xen. An. 7, 7, 8, wie Ath. XIII, 565 f; mit der Negation, nicht gestatten, verbieten, verhindern, ἢν δέ τις μαλακύνῃ, μὴ ἐπιτρέπετε Xen. Cyr. 3, 2, 5; Thuc. 1, 71; σὺ δ' ἐπέτρεπες; du ließest es zu? Ar. Nubb. 799. – Jemandem Vollmacht geben, Jemandes Ausspruch, Entscheidung Etwas anheimstellen, ἤϑελον τῷ ἐν Δελφοῖς μαντείῳ ἐπιτρέψαι Thuc. 1, 28, Schol. τὴν ἐπιτροπὴν τῆς κρίσεως δοῦναι; vgl. 4, 83; Xen. Mem. 3, 5, 12; οἱ δικασταί, οἷς ἂν ἐπιτρέψητε Dem. 7, 7; mit περί, Ἀϑηναίοις ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν ϑανάτου, sie stellten sich der Entscheidung der Athener, nur sollten diese nicht Todesstrafe verhängen dürfen, Thuc. 4, 54; τῷ ϑεῷ περὶ τούτων Plat.; Dem. u. A.; περὶ τῶν ὅλων, unumschränkte Vollmacht, Pol. 1, 62, 3; τινί, Einem die Vormundschaft übertragen, Lys. bei Harpocr., s. Mein. IV p. 119. – 3) auftragen, anbefehlen, οἷς ἂν ἐπιτρέψωσιν οἵδε καὶ τάξωσιν, τούτοις ἐμμένειν Plat. Legg. VI, 784 c; τὴν τάξιν ἐπὶ τὸ δεξιὸν ἐπέτρε ψεν ἐφέπεσϑαι Xen. An. 6, 3, 11. – 4) intrans., wo man ἑαυτόν ergänzen kann, τοῖσιν γὰρ ἐπετράπομέν γε μάλιστα, auf diese vertrauten wir am meisten, Il. 10, 59; ὥς οἱ ἐπέτρεψε, als er sich ihm anvertraut hatte, Her. 3, 130; τοῖς ὅρκοις II. Hal. 7, 40; – γήραϊ, dem Alter nachgeben, unterliegen, Il. 10, 79; Sp., ὀργῇ D. Hal. 7, 45; ἀήταις Opp. Hal. 1, 350. – 5) Med. sich wohin wenden, neigen, σοὶ ϑυμὸς ἐπετράπετο εἴρεσϑαι Od. 9, 12; – sich anvertrauen, τινί, d. i. sich an Einen als Schiedsrichter wenden, Her. 1, 96. 5, 95; ἐπίστευον αὐτῷ αἱ πόλεις ἐπιτρεπόμεναι, sich seinem Schutze anvertrauend, Xen. An. 1, 9, 8; übh. anvertrauen, τὰ ἄλλα ἐμοὶ ἐπιτράψονται Her. 3, 155; – ἐπιτε-τράψεται D. L. 1, 54.
-
29 ἐπι-βολή
ἐπι-βολή, ἡ, 1) das Dazu-, Daraufwerfen, der Umwurf, die Bedeckung, ἱματίων ἐπιβολαί Thuc. 2, 49; πλίνϑων, die daraufgelegten Steine, Lagen, Schichten, 3, 20; vgl. D. Sic. 2, 10; χειρῶν σιδηρῶν Thuc. 7, 62, das Anlegen; σημείων Luc. Tim. 13; διανοίας Longin. 35, 3; ohne diesen Zusatz, Beobachtung, Bemerkung, Epicur. bei D. L. u. a. Sp. – 2) die auferlegte Strafe, bes. Geldstrafe, Ar. Vesp. 769; Lys. 9, 11; ἐπιβολὰς ἐπιβάλλειν 20, 14 u. öfter bei den Rednern; ἐπιβολὰς ὦφλον Andoc. 1, 73, wo die codd. wie öfter ἐπιβο υλάς haben, zur Strafe verurtheilt sein; – die Auflage, Abgabe, Plut. Cat. mai. 18 u. öfter. – 3) der Angriff, Pol. 6, 25, 7; Plut. Alex. 25 Caes. 44 n. a. Sp. Bei Thuc. 1, 93 v. l. für das bessere ἐπιβουλή; χειρῶν ἐπιβολαὶ ἐγένοντο, es kam zum Handgemenge, D. Hal. – Uebh. das Unternehmen, der Anschlag, τὴν ἐπιβολὴν ἐκφροντίζειν Thuc. 3, 45; oft bei Pol. u. Sp, wie Plut. βραδὺς ἐφάνη ταῖςἐπιβολαῖς, Mar. 33; ἡ τῶν ὅλων ἐπ., Anschlag auf das Ganze, Pol. 1, 3, 6; οἱ ἐξ ἐπιβολῆς ἀδικήσαντες, mit Vorbedacht, D. Sic. 13, 27. – In der Musik, Artemo bei Ath. XIV, 637 d. Vgl. ἐπιβάλλω. – Bei den Rhetoren theils die Anlage der Rede, eines Stückes, theils was hinzukommt, der Schmuck der Rede.
-
30 ἐκ-κυβεύω
ἐκ-κυβεύω, auswürfeln, gew. übertr., aufs Spiel setzen, Pol. 3, 94; ὑπὲρ τῶν ὅλων, τοῖς ὅλοις, das Wohl des Ganzen, 1, 87, 8. 2, 63, 2. – Pass. = verspielen, χιλίους ἐκκυβευϑεῖσα δαρεικούς Plut. Artax. 17.
-
31 ἔν-στασις
ἔν-στασις, ἡ (vgl. ἐνίστημι), 1) das Anfangen, die von Anfang getroffene Einrichtung, Einleitung; τοῠ ἀγῶνος Aesch. 1, 132; τῶν ὅλων πραγμάτων ἐξ ἀρχῆς 2, 20; Folgde, wie Pol. 4, 62, 3; bes. bei den Philosophen mit u. ohne ζωῆς od. βίου, Lebens- u. Handlungsweise, Epict. u. A.; vgl. Hemsterhuys zu Th. Hag. p. 314. – 2) das Dagegenstehen, der Widerstand; Hippocr.; καὶ ἀντίπραξις Pol. 6, 17, 8; bes. bei den Rhetoren der Einwurf, die Instanz, Arist. rhet. 2, 25 u. a. Rhett.
-
32 αδιηγητος
2неописуемый(ἥ τῶν ὅλων τάξις Xen.; τῆς πόλεως ἔκλυσις Dem.; ταραχέ καὴ πτοία Plut.)
-
33 αναμαρτητος
21) ничем не провинившийся, невиновный(τινι Her. и πρός τινα Dem.)
ἀ. τινος Her. — невиновный в чем-л.2) поступающий безошибочно, непогрешимый Plat., Plut.3) безукоризненный, безупречный(ἥ τῶν ὅλων τάξις Xen.; πολιτεῖαι Arst.)
-
34 βαδιζω
(fut. βαδιοῦμαι)1) шагать, идти, ходить, двигаться(ὁδόν Xen. и ὁδῷ Plut., Luc.; στάδια ἑκατόν Arst.; οἱ ἱππεῖς ἐβάδιζον Xen.; ἐπὴ τέν μάχην Plut.)
2) идти шагом(β. καὴ τρέχειν Xen.)
3) идти сухим путем(οὔτε β. οὔτε πλεῖν Dem.)
4) входить(ἐπ΄ οἰκίας Dem.)
5) приступатьβ. εἰς τὸ πολίτευμα Arst. — посвящать себя государственной деятельности;
βαδιστέον ἐπὴ τὸ καθόλου Arst. — необходимо перейти (от частного) к общему:ἐπὴ τέν τῶν ὅλων μεταβολέν β. Plut. — затевать государственный переворот6) идти (войной)(ἐπί τινα Arst., Dem., Plut.)
7) (о событиях и т.п.) идти, протекатьτὸ πρᾶγμα ἤδη καὴ πορρωτέρω βαδίζει Dem. — так продолжается и дальше;
τῆς πράξεως ὁδῷ βαδιζούσης Plut. — поскольку все идет хорошо;αἱ τιμαὴ ἐπ΄ ἔλαττον ἐβάδιζον Dem. — цены шли на убыль -
35 διαιρω
(fut. διᾰρῶ, aor. διῆρα)1) тж. med. поднимать(ἄνω τὸν αὐχένα Xen.; med. κοπίδα Plut., Luc.; βακτηρίαν Plut.)
διαρέσθαι πρὸς τέν τῶν ὅλων θέαν Arst. — подняться до обозрения мирового целого;τὸ διῃρμένον Plut. — душевный подъем2) удалять, отводить3) раскрывать, открывать(τὸ στόμα Dem., Plut.)
διῃρμένος τὸ στόμα Luc. — с широко разинутым ртом4) переправляться, проходить, переходить, переезжать(τὸ πέλαγος Arst.; τὸν πόρον Polyb., Diod.; εἰς Σαρδόνα Polyb.; ἀπὸ Ταινάρου πρὸς τέν Λιβύην Plut.)
5) med. принимать на себя, предпринимать(τόσον μεγεθουργίας Plat.)
-
36 διακοσμεω
1) расставлять в порядке, выстраивать(τοὺς Ἀχαιούς Hom.; τέν δύναμιν Plut.)
ἐς δεκάδας διακοσμηθέντες Hom. — построенные десятками2) med. приводить в порядок, убирать(πᾶν μέγαρον Hom.)
3) (благо)устраивать, организовывать(τέν Παναθηναϊκέν πομπήν Thuc.; τὰ πράγματα Plat.; τέν τῶν ὅλων σύστασιν Arst.; Ἑλληνικοῖς νόμοις τὰς πόλεις Plut.)
-
37 διακοσμησις
- εως ἥ1) приведение в порядок, упорядочение, устроение(πόλεων καὴ οἰκήσεων Plat.; τοῦ σώματος Arst.)
διακοσμήσεις περί τι Plut. — меры по приведению в порядок чего-л.2) порядок, благоустройство(ἥ τῶν ὅλων τάξις καὴ δ. Arst.)
-
38 εκκυβευω
1) играть в кости, разыгрыватьἐ. τοῖς ὅλοις и ὑπὲρ τῶν ὅλων Polyb. — рисковать всем, идти напропалую
2) pass. проигрывать в кости(χιλίους δαρεικούς Plut.)
-
39 ενστασις
- εως ἥ1) установление, учреждение, устройство(τῶν ὅλων πραγμάτων ἐξ ἀρχῆς Aeschin.)
ἥ ὅλη ἔ. τῆς ἀγῶνος Aeschin. — весь судебный процесс в целом;ἐυθέως κατὰ τήν ἔνστασιν τοῦ πολέμου Polyb. — с самого же начала войны:ἔ. βίου Diog.L. — образ жизни2) сопротивление, противодействие3) возражение(ἔ. ἐστιν ἐπιχείρημα πρὸς τέν θέσιν Arst.; ἐνστάσεις καὴ κοινότητας λαλεῖν Plut.)
4) (врачебное) средство -
40 επεισοδιον
τό1) эписодий (в староатт. трагедии, диалог между двумя выступлениями хора)2) вставка, интермедия, эпизодἐπεισόδια τῆς τύχης Polyb. — случайности судьбы3) прибавка, добавлениеγαστρὸς ἐπεισόδια Anth. — десерт, попойка после трапезы
4) (sc. μορφῆς) прикраса, косметическое средство(φύκους ἄνθος ἐ. Anth.)
См. также в других словарях:
ὀλῶν — ὄλλυμι destroy fut part act masc nom sg (attic epic doric) ὀλή fem gen pl ὀλός destructive masc gen pl οὐλαί barley corns fem gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλῶν — ὁλάω pres part act masc voc sg ὁλάω pres part act neut nom/voc/acc sg ὁλάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅλων — ὅλοξ fem gen pl ὅλοξ masc/neut gen pl ὅλος whole fem gen pl ὅλος whole masc/neut gen pl ὁλάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὁλάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
συλλογισμός — Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek