Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὄχϑαι

См. также в других словарях:

  • ὄχθαι — ὄχθη any height fem nom/voc pl ὄχθᾱͅ , ὄχθη any height fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχθᾳ — ὄχθαι , ὄχθη any height fem nom/voc pl ὄχθᾱͅ , ὄχθη any height fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχερωίς — ἀχερωΐς ( ίδος), η (Α) 1. η λεύκα 2. φρ. «Ἀχερωΐδες ὄχθαι» οι όχθες του Αχέροντος της Μικράς Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παράγωγο ενός θ. αχερω (ή αχερωσ ή αχερωF ) με επίθημα ις. Από τους αρχαίους θεωρήθηκε, ίσως παρετυμολογικά, παράγωγο του Αχέρων… …   Dictionary of Greek

  • σχοινώδης — ῶδες, Α [σχοῑνος] 1. (για τόπο) πλήρης, κατάφυτος με σχοίνους («σχοινώδεις ὄχθαι», Νικ. Αλεξ.) 2. συνεστραμμένος σαν σχοινί («σχοινώδεις ῥάβδοι», Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

  • όχθη — η (Α ὄχθη) 1. το εξέχον τμήμα ξηράς κοντά στην επιφάνεια τών νερών ποταμού ή λίμνης 2. παραλία, ακτή, ακρογιαλιά αρχ. 1. κάθε ύψωμα γης τεχνητό ή φυσικό, πρόχωμα, σώρευμα ανασκαμμένης γης 2. (στον πληθ. και συν. με τη λ. ποταμός) αἱ ὄχθαι α)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»