Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὄστρ-ειον

См. также в других словарях:

  • όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… …   Dictionary of Greek

  • οστρίτης — ὀστρίτης, ὁ, και ὀστρῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) είδος λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρ ειον + επίθημα ίτης (πρβλ. οστρακ ίτης)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»