-
1 ἀστραγαλωτός
II -ωτή, ἡ, name of a plant, Philum. Ven.7.11; dub.in Harp.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).150.26.2 (sc. στυπτηρία ) a kind of alum, Gal.12.237.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστραγαλωτός
-
2 αστραγαλωτόν
-
3 ἀστραγαλωτόν
-
4 αστραγαλωτή
-
5 ἀστραγαλωτῇ
-
6 αστραγαλωτής
-
7 ἀστραγαλωτῆς
-
8 αστραγαλωταί
-
9 ἀστραγαλωταί
-
10 αστραγαλωτοίς
-
11 ἀστραγαλωτοῖς
-
12 αστραγαλωτή
-
13 ἀστραγαλωτή
-
14 ἀστράγαλος
A one of the vertebrae, esp. of the neck, Il.14.466, Od.11.65, AP7.632 (Diod.); votive object, IG5 (2).125 (Tegea, ii A. D.).II ball of the ankle joint (not to be confused with σφυρόν, Ruf.Onom. 124), Hdt.3.129; in horses, X.Eq.1.15; of various animals, Hp.Int.20,30.2 οἱ μὲν πόδες ἀστράγαλοί τευ, as a compliment, i.e. well-turned, Theoc.10.36.IV pl., ἀστράγαλοι knucklebones used as dice or a game played with dice,ἀμφ' ἀστραγάλοισι χολωθείς Il.23.88
, cf. Hdt.1.94, Menecr.Com.1D.;ἀ. διάσειστοι Aeschin.1.59
, cf. Men. 423; ἀ. μεμολιβδωμένοι loaded dice, Arist.Pr. 913a36, cf. Eust.1397.34; later, dice proper,ἀντ' ἀστραγάλων κονδύλοισι παίζετε Pherecr. 43
.V ἡ ἐκ τῶν ἀστραγάλων μάστιξ scourge of strung bones, Luc. Asin.38; cf. ἀστραγαλωτός.VII milk vetch, Orobus niger, Dsc.4.61, Gal.11.841.IX ear-ring,ξύλινοι ἀ. Anacr.21.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστράγαλος
-
15 ἀστράγαλος
Grammatical information: m.Meaning: `one of the vertebrae (of the neck), ankle joint; knuckle-bones, dice' (Il.). Also a plant, s. DELG Suppl.Derivatives: ἀστραγαλωτός ( μάστιξ) `(whip) made from ἀ.' (Crates Com.), ἀστραγαλωτή a plant (Philum.); s. Schwyzer 503: 4, Chantr. Form. 305 sect. 243. - ἀστραγαλῖτις `kind of Iris' (Gal.), ἀστραγαλῖνος `bull-finch' (Dionys.). - Denom. ἀστραγαλίζω `play with a.' (Com., Pl.). Hypocoristic ἄστρις f. = ἀστράγαλος (Call.); with hypocoristic χ-Suffix, ἄστριχος m. (Antiph.), cf. Schwyzer 498.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Generally considered a derivation in - λ- (Chantr. Form. 247) of the old word for `bone' (s.v. ὀστέον), which was also assumed for ἀστακός (but s.s.v.) and ὄστρ-ακον, ὄστρ-ειον (but see s.v.). The -γ was compared with the nominative in the Skt. r-n-stems, e.g. ásr̥-k, gen. asn-áḥ `blood' (cf. ἔαρ); cf. Benveniste Orig. 7 and 28. But the word for `bone' was not an r-n-stem and the formation is improbable. It is therefore quite probably a substr. word (Beekes, Devel. 51). Improb. Winter Prothet. Vokal 37ff. - Cf. ἀστακός, ὄστρακον, ὀστρύς, ὀστέον.Page in Frisk: 1,172Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀστράγαλος
См. также в других словарях:
αστραγαλωτός — ἀστραγαλωτός, ή, όν (Α) 1. «ἀστραγαλωτὴ μάστιξ», ή «ἀστραγαλωτὴ ἱμάς» μαστίγιο στο οποίο έχουν προσδεθεί αστράγαλοι, κότσια 2. ονομασία φυτού 3. «αστραγαλωτή στυπτηρία» είδος στύψης (Γαληνός) 4. «ἀστραγαλωτός χιτών» αυτός που φθάνει μέχρι τους… … Dictionary of Greek
ἀστραγαλωτόν — ἀστραγαλωτός made of masc acc sg ἀστραγαλωτός made of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλωταί — ἀστραγαλωτός made of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλωτοῖς — ἀστραγαλωτός made of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλωτῆς — ἀστραγαλωτός made of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλωτῇ — ἀστραγαλωτός made of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλωτή — ἀστραγαλωτός made of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… … Dictionary of Greek
ԿՈՃԿԵՆԻԿ — ( ) NBH 1 1114 Chronological Sequence: Early classical, 13c ա. ԿՈՃԿԵՆԻԿ ԿՈՃԿԷՆ, ԿՈՃԿԵՆ, ի, ից. καρπωτός, ἁστραγαλώτος fructibus intextus, talaris, tali formam habens. Յօրինեալն կոճիւք կամ կոճակօք՝ աստղնեգործ. (ըստ յն. պտղաձեւ. կամվիգաձեւ.)… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԿՈՃԿԷՆ — (ի, ից.) NBH 1 1114 Chronological Sequence: Early classical, 13c ա. ԿՈՃԿԵՆԻԿ ԿՈՃԿԷՆ, ԿՈՃԿԵՆ, ի, ից. καρπωτός, ἁστραγαλώτος fructibus intextus, talaris, tali formam habens. Յօրինեալն կոճիւք կամ կոճակօք՝ աստղնեգործ. (ըստ յն. պտղաձեւ. կամվիգաձեւ.)… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)