-
1 όσπριον
-
2 ὄσπριον
-
3 ὄσπριον
-
4 οσπριον
τό (преимущ. pl.) стручковый плод, преимущ. боб Her., Xen., Plat. etc. -
5 ὄσπριον
ὄσπριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄσπριον
-
6 ὄσπριον
ὄσπριον, τό, gew. plur., Hülsenfrucht, bes. Bohnen -
7 ὄσπριον
Grammatical information: n., mostly pl.Meaning: `pulse, legumen' (IA.).Other forms: late also - εον.Compounds: Compp., e.g. ὀσπριο-πώλης m. `pulse trader' (Att. inscr.), ὀσπρ-ηγός (\< *ὀσπρε-ηγός, Schulze Kl. Schr. 430 n. 4) `ὄ. transporter' (Abydos V--VIp).Derivatives: ὀσπρι-ώδης 'ὄ.-like' (Aq., Orib.), - γίτης m. (- γ- spirantic hiatus-indicator) `pulse trader, pulse planter' (pap. VIp); ὀσπρ-εύω `to sow with ὄ.' (Att. inscr.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No etymology; prob. a LW [loanword] (Chantraine Form. 55). IE hypotheses by Ehrlich Betonung 120f. (to σπεῖρον `cover'), by Strömberg Wortstud. 47 f. (to σπείρω `sow').Page in Frisk: 2,435Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄσπριον
-
8 ὄσπριον
-ου τό N 2 0-0-0-2-0=2 DnLXX 1,12.16pulse (the edible seeds of vegetables such as peas, beans, lentils) -
9 ὄσπρον
-
10 οσπρίοις
-
11 ὀσπρίοις
-
12 οσπρίοισι
-
13 ὀσπρίοισι
-
14 οσπρίου
-
15 ὀσπρίου
-
16 οσπρίω
-
17 ὀσπρίῳ
-
18 οσπρίων
-
19 ὀσπρίων
-
20 όσπρι'
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὄσπριον — pulse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσπρίοις — ὄσπριον pulse neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσπρίοισι — ὄσπριον pulse neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσπρίου — ὄσπριον pulse neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσπρίων — ὄσπριον pulse neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσπρίῳ — ὄσπριον pulse neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄσπρια — ὄσπριον pulse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οσπρίδιον — ὀσπρίδιον, τὸ (Α) [όσπριον] υποκορ. τού όσπριον … Dictionary of Greek
χέδρωπας — και χέδροπας, ο / χέδρωψ και χέδροψ, οπος, ΝΜΑ [χεδροπά] τύπος ξηρού διαρρηκτού καρπού, αλλ. λοβός, κν. λουβί μσν. αρχ. αρχ. (κατά το λεξ. Σούδα) «χέδρωψ τὸ ὄσπριον» (κατά τον Ησύχ.) «χέδροψ πᾱν ὄσπριον, σπέρμα» … Dictionary of Greek
ισόσπριος — ἰσόσπριος, ον (Α) αυτός που μοιάζει με όσπριο 2. φρ. «ὄνος ἰσόσπριος» ο ίουλος, είδος εντόμου που συσπειρώνεται και γίνεται σαν όσπριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ὄσπριον] … Dictionary of Greek
μολόθουρος — μολόθουρος, ἡ (Α) 1. είδος αειθαλούς φυτού 2. (κατά τον Ησύχ.) «μολόθουρος ἀσφόδελος ἢ ὄσπριόν τι. και ἡ ὁλόσχοινος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek