Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὄσπριον

См. также в других словарях:

  • ὄσπριον — pulse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσπρίοις — ὄσπριον pulse neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσπρίοισι — ὄσπριον pulse neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσπρίου — ὄσπριον pulse neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσπρίων — ὄσπριον pulse neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσπρίῳ — ὄσπριον pulse neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄσπρια — ὄσπριον pulse neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οσπρίδιον — ὀσπρίδιον, τὸ (Α) [όσπριον] υποκορ. τού όσπριον …   Dictionary of Greek

  • χέδρωπας — και χέδροπας, ο / χέδρωψ και χέδροψ, οπος, ΝΜΑ [χεδροπά] τύπος ξηρού διαρρηκτού καρπού, αλλ. λοβός, κν. λουβί μσν. αρχ. αρχ. (κατά το λεξ. Σούδα) «χέδρωψ τὸ ὄσπριον» (κατά τον Ησύχ.) «χέδροψ πᾱν ὄσπριον, σπέρμα» …   Dictionary of Greek

  • ισόσπριος — ἰσόσπριος, ον (Α) αυτός που μοιάζει με όσπριο 2. φρ. «ὄνος ἰσόσπριος» ο ίουλος, είδος εντόμου που συσπειρώνεται και γίνεται σαν όσπριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ὄσπριον] …   Dictionary of Greek

  • μολόθουρος — μολόθουρος, ἡ (Α) 1. είδος αειθαλούς φυτού 2. (κατά τον Ησύχ.) «μολόθουρος ἀσφόδελος ἢ ὄσπριόν τι. και ἡ ὁλόσχοινος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»