-
21 νέατος
A uttermost, lowest, Hom. (who uses the νει- form exc. in Il.11.712, 9.153, 295), always of Space, the lowest part of.., ν. ἀνθερεών, κενεών, ὦμος, Il.5.293, 857, 15.341; extreme, outermost,ὄρχος Od.7.127
;ἀστράγαλος Il.14.466
;ν. πείρατα γαίης 8.478
; ὑπαὶ πόδα ν. Ἴδης the lowest slope of Ida, 2.824;ἐκ ν. πυθμένος εἰς κορυφήν Sol.13.10
; πόδες ν. the feet, Orac. ap.Hdt.7.140;νείατον ἰνίον A.R.3.763
, cf. 2.166: c. gen.,ν. ἄλλων Il.6.295
; πόλις νεάτη Πύλου on the border of Pylos, 11.712; , 295 (wrongly expld. ap.Sch. as [ per.] 3pl. [tense] pres. ind. (like κέαται ) of ναίω, to be situated):— rare in Prose,τὰς νεάτας πλευράς Hp.Int.27
, and cf. νεάτη; [var] contr. [full] νῆτος· ἔσχατος, Hsch.; Arc. [full] νήατος Schwyzer 664.10 (Orchom. Arc., iv B.C.). (The orig. form may be νήατος; with νείατος, νέατος, cf. εἵαται, ἕαται (v. ἧμαι), εἵως, ἕως, etc.; cf. νήϊστος, νείαιρα, νειόθεν, νειόθι.)------------------------------------ -
22 σείω
Aσεῖον Od.3.486
; [dialect] Ion. σείασκον ([etym.] ἀνας-) h.Ap. 403 (v.l. ἀνασσείσασκε): [tense] fut. , ([etym.] δια-) Hdt.6.109, ([etym.] ἐπι-) E.Or. 613: [tense] aor. , Ar.Ach.12, etc.; [dialect] Ep.σεῖσα Il.15.321
: [tense] pf. σέσεικα ([etym.] κατα-) Philem.84, ([etym.] ἐν-) Luc.Merc.Cond.30:—[voice] Med., [tense] aor. ἐσεισάμην ([etym.] ἀπ-) Thgn.348, Hdt.7.88, Ar.Nu. 287, Pl.Grg. 484a; [dialect] Ep.σείσατο Il.8.199
,ἐσείσατο Call.Ap.1
, etc.:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐσείσθην Hdt.6.98
, etc.: [tense] pf.σέσεισμαι Pi.P.8.94
, Ar.Nu. 1276:—shake, move to and fro, Hom. (esp. in Il.); σ. ἐγχείας, ἔγχεα, μελίην, shake the poised spear, Il.3.345, 13.135 ([voice] Pass.), 22.133, etc.;αἰγίδα 15.321
; σανίδας ς. shake the door, 9.583; of chariot horses,σεῖον ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες Od.3.486
; σ. λόφον, of a warrior, Alc.22, A.Th. 385; ἡνίας χεροῖν ς. S.El. 713; (anap.); σ. χαίτην, etc., Anacr.49, E.Cyc.75 (lyr.), Med. 1191;εὔπτερον δέμας Id. Ion 1204
; κάρα ς., as sign of discontent, S.Ant. 291; but of one dancing, E.Ba. 185; ἄκρᾳ τῇ οὐρᾷ ς. X.Cyn. 3.4.2 of earthquakes, which were attributed to Poseidon (cf. Pl.Cra. 403a),ὅστις νομίζει Ποσειδέωνα τὴν γῆν σείειν Hdt.7.129
; withoutτὴν γῆν, αὐτοῖς ὁ Ποσειδῶν σείσας ἐμβάλοι οἰκίας Ar.Ach. 511
, cf. Lys. 1142; βρονταῖς χθόνα ς. Id.Av. 1752;ἔσεισεν ὁ θεός X.HG4.7.4
: also impers., ἔσεισεν there was an earthquake, Th.4.52.3 metaph., agitate, disturb,πόλιν Pi.P.4.272
;τὰ πόλεος.. θεοὶ πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν S.Ant. 163
; σ. τὴν καρδίαν turn the stomach, Ar.Ach.12; σ. τὴν κεφαλήν cause a concussion of.., Hp. Prorrh.1.143, v. infr. 11.2:—[voice] Pass.,ἐσείσθη τὴν καρδίαν Philostr.VS2.1.11
.4 in [dialect] Att., accuse falsely or spitefully, so as to extort hushmoney, blackmail,σ. καὶ ταράττων Ar.Eq. 840
, cf. Telecl.2; ; ἑτέρους τῶν ὑπευθύνων ἔσειεκαὶ ἐσυκοφάντει Antipho 6.43
, cf. BGU428.9 (ii A.D.); so perh.σείειν κατ' ἀγοράν Alciphr.3.70
(s. v.l.):—[voice] Pass., to be extorted, POxy. 1252r.37 (iii A.D.).II [voice] Pass., shake, heave, quake, of the earth,ἐσσείοντο πόδες Ἴδης Il.20.59
;Δῆλος.. πρῶτα καὶ ὕστατα.. σεισθεῖσα Hdt.6.98
: metaph., to be shaken to its foundation,τὸ τερπνὸν πιτνεῖ.. σεσεισμένον Pi.P.8.94
;οἷς.. ἂν σεισθῇ θεόθεν δόμος S.Ant. 584
(lyr.).2 generally, move to and fro, Il.14.285;φαεινὴ σείετο πήληξ 13.805
;κόμαι σείονται Ar.Lys. 1312
; ὄρχος σειόμενος φύλλοισι an orchard waving with foliage, Hes.Sc.[299]; ὀδόντων οἱ πλεῦνες ἐσείοντο his teeth were loose, Hdt.6.107;σεισθῆναι σάλῳ E.IT46
;τὸν ἐγκέφαλον σεσεῖσθαι Ar.Nu. 1276
;ὁκόσων ἂν σεισθῇ ὁ ἐγκέφαλος Hp.Aph.7.58
;σείεσθαι τὴν ὄψιν Thphr.Vert.8
.III [voice] Med., shake something of one's own, from oneself, etc.,σεισαμένας πτερὰ ματρός Theoc.13.13
;σ. γυίων ἄπο νήχυτον ἅλμην A.R.4.1367
;σ. πλοκαμῖδας AP5.272
(Agath.). -
23 τρίορχος
τρῐ-ορχος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίορχος
-
24 ὀρχηδόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρχηδόν
-
25 ὄρχατος
ὄρχᾰτος, ὁ,A = ὄρχος, row of trees,πολλοὶ δὲ φυτῶν ἔσαν ὄρχατοι ἀμφίς Il.14.123
;πεπαίνοντ' ὀρχάτους ὀπωρινούς E.Fr.896.2
;οἴνης ὀρχάτους Moschio
Trag.6.12 ; hence alsoὀδόντων ὄ. AP11.374
(Maced.);κιόνων Ach.Tat.5.1
.2 as collective Noun, orchard, garden,ἔκτοσθεν δ' αὐλῆς μέγας ὄρχατος Od.7.112
, cf. 24.222, al. ;ὄ. ἠνεμόεις AP9.314
(Anyt.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄρχατος
-
26 ἔνορχος
ἔν-ορχος: uncastrated, Il. 23.147†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔνορχος
-
27 ὄρχατος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὄρχατος
-
28 ὀρχάς 2
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀρχάς 2
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ορχός — ὀρχός, ὁ (Α) το άκρο τών βλεφάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος, με καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
ὄρχος — a row of vines masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρχος — ο (Α ὄρχος) νεοελλ.) στρ. 1. εδαφικός χώρος σε εκστρατεία, κλειστός ή ανοιχτός, στον οποίο εγκαθίσταται μια στρατιωτική μονάδα που έχει οχήματα, άρματα ή πυροβόλα 2. (κατ επέκτ.) ο οργανωμένος χώρος στη μόνιμη έδρα μιας μονάδας στον οποίο… … Dictionary of Greek
όρχος — ο 1. σειρά κλημάτων ή οπωροφόρων δέντρων. 2. στρατιωτικός σχηματισμός σε πολεμική περίοδο για τον ανεφοδιασμό, τη συντήρηση και επισκευή υλικού του στρατού: Όρχος πυροβολικού, μηχανικού κτλ. 3. σύνολο στρατιωτικών οχημάτων ή και ο τόπος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὄρχοι — ὄρχος a row of vines masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχοις — ὄρχος a row of vines masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχον — ὄρχος a row of vines masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχους — ὄρχος a row of vines masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχων — ὄρχος a row of vines masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρχως — ὄρχος a row of vines masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρχατος — ὄρχατος, ὁ (Α) 1. σειρά σύστοιχων αντικειμένων, κυρίως δένδρων 2. (με περιλπτ. σημ.) κήπος, περιβόλι («ἔκτοσθεν δ αὐλῆς μέγας ὄρχατος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος* + κατάλ. ατος (πρβλ. νέ ατος). Στη λ. ὄρχατος μπορεί πιθ. να αποδοθεί μια σημ.… … Dictionary of Greek