-
1 ὄπεας
-
2 οπεας
-
3 ὄπεας
-
4 ὄπεας
-
5 ὄπεας
Grammatical information: n.Meaning: `awl' (Poll. 10, 141).Derivatives: Dimin. ὀπήτ-ιον n. (Hp., LXX; ὑπ- Gloss.), - ίδιον n. (Poll. 7, 83); unclear Nicoch. 9.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: After Schwyzer KZ 60, 224ff. from *ὀπα-Ϝατ- prop. "provided with an ear", from the special form of the perforated pull-through-awl; there also (decisive?) criticism of the older interpretation as "Lochgerät" (e.g. Orion: παρὰ τὸ ὀπὰς ἐμποιεῖν). The ὑπ-, which cannot we explained away must somehow be due to folketymology. - The variant shows that the word is Pre-Greek (not in Furnée). Note that forms in - αρ occur in Pre-Greek.Page in Frisk: 2,402Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄπεας
-
6 ὀπητίδιον
-
7 ὕπεας
-
8 υπεαρ...
-
9 υπεας
-
10 υπέατι
-
11 ὑπέατι
-
12 ὀπήτιον
-ου τό N 2 2-0-0-0-0=2 Ex 21,6; Dt 15,17little awl (dim. of ὄπεας awl); neol.Cf. LE BOULLUEC 1989, 215 -
13 ὁπῃοῦν
-
14 ὑπέατι
-
15 ὑπήτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπήτιον
См. также в других словарях:
όπεας — ὄπεας και δ. γρφ. ὄπεαρ, ατος, τὸ (Α) αιχμηρό εργαλείο τού υποδηματοποιού, σουβλί για το τρύπημα δερμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. τεχνικός όρος, ο οποίος συνδέεται με τη λ. ὀπή «τρύπα» και εμφανίζει επίθημα ας / αρ, το οποίο απαντά μόνο σε αρχ. λέξεις.… … Dictionary of Greek
ὑπέατι — ὄπεας awl neut dat sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπητίδιον — ὀπητίδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ὄπεας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπεας, ατος «αιχμηρό όργανο» + υποκορ. κατάλ. ίδιον, με συναίρεση τών φωνηέντων εα ] … Dictionary of Greek
οπήτιον — ὀπήτιον και ὀπίτιον, τὸ (Α) αιχμηρό εργαλείο, σουβλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπεας, ατος «αιχμηρό όργανο», με συναίρεση τών φωνηέντων εα σε η ] … Dictionary of Greek
υπήτιον — τὸ, Α αιχμηρό όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ὀπήτιον* «αιχμηρό εργαλείο», με δυσερμήνευτο αρκτικό ὑ (βλ. λ. όπεας)] … Dictionary of Greek