-
1 όλοιντο
-
2 ὄλοιντο
-
3 όλοιντ'
-
4 ὄλοιντ'
-
5 μήτις
μήτῐς or [full] μή τις, ὁ, ἡ, neut. μήτῐ, gen. μήτῐνος: ([etym.] τὶς) old Gr. and Cret. for μηδείς, Il.12.272, al., Schwyzer 175 ([place name] Gortyn), Leg.Gort.5.13, al.; Cret. dat. sg.Aμηδιμί IG22.1130.4
:—hence1 μήτι or μή τι, Adv., with imper., and inf. used imperatively, Il.1.550,5.130, etc.: with opt. to express a wish,ὄλοιντο μή τι πάντες S.Tr. 383
.2 after Verbs of fear or doubt, Il.11.470, Od.2.67, etc.3 in direct questions, μή τί σοι δοκῶ ταρβεῖν; do I.. ? (i.e. I do not), A.Pr. 959, cf. 249, LXX Ge.20.9, Ev.Marc.4.21.4 μή τί γε let alone, much less,οὐδὲ στρατιώτης οὗτός γε οὐδενός ἐστιν ἄξιος, μή τί γε τῶν ἄλλων ἡγεμών D.21.148
, cf. 19.137; later, not to mention,οὐκ οἴδατε ὅτι ἀγγέλους κρινοῦμεν; μήτι γε βιωτικά 1 Ep.Cor.6.3
: with a word between,ὡς.. δώσοντι δίκην, μή τι ποιήσαντί γε D.8.27
; alsoμή τι δή Plb.12.8.6
;μή τί γε δή, οὐκ ἔνι οὐδὲ τοῖς φίλοις.., μή τί γε δὴ τοῖς θεοῖς D.2.23
; alsoμητιγοῦν Ael.VH12.9
;μή τι δή γε Phld.Rh.1.261
S., al. -
6 ὄλλυμι
Aὀλλύς Il.8.472
, fem. pl. ὀλλῦσαι ib. 449 :—also [full] ὀλλύω, Archil.27, Com.Adesp.608, ([etym.] προσαπ-) Hdt.1.207 : poet. [full] ὀλέκω (q. v.): [tense] impf. [ per.] 3pl. , S. OC 394 ; [dialect] Ep.ὀλέεσκον Q.S.2.414
(cf. ὀλέκω): [tense] fut.ὀλέσω Od.13.399
, Hes.Op. 180 ; [dialect] Ep. alsoὀλέσσω Il.12.250
, Od.2.49 ; [dialect] Ion. ὀλέω ([etym.] ἀπ-) Hdt.1.34, etc. ; [dialect] Att. ὀλῶ, εῖς, εῖ, S.OT 448, E.Andr. 856 (lyr.): [tense] aor.ὤλεσα Il.22.107
, A.Ag. 1017 (lyr.), etc. ; [dialect] Ep. ὄλεσα, ὄλεσσα, Od.23.319, 21.284, etc.:—[voice] Med. [full] ὄλλυμαι, Il.20.21, S.OT 179 (lyr.): [tense] impf. , E.Alc. 633 : [tense] fut. ὀλέομαι, -οῦμαι, [ per.] 2pl.ὀλέεσθε Il. 21.133
; but [ per.] 3sg.ὀλεῖται 2.325
: [tense] aor. 2 ὠλόμην, [ per.] 3sg.ὤλετο 13.772
, A. Eu. 565 (lyr.), etc. ; [dialect] Ion. ὀλέσκετο (ἀπ- Od. 11.586
) ; part. ὀλόμενος as Adj., v. οὐλόμενος: [tense] pf. ὄλωλα, v. B. 111: [tense] plpf.ὀλώλειν Il.10.187
:— [voice] Pass., [tense] aor. ὀλεσθῆναι, [tense] fut. ὀλεσθήσομαι ([etym.] ἀπ-), LXXPs.82(83).17, Gal. 9.728.—The simple Verb only Poet. and later Prose, as LXX, ἀπόλλυμι being used in Com. and Classical Prose.A [voice] Act.:I destroy, make an end of, and of living beings, kill,νῆάς τ' ὀλέσας καὶ πάντας Ἀχαιούς Il.8.498
, cf. Od.23.319 ;γένος ὀλέσσαι.. θανάτῳ Pi.P.3.41
;ρένος ὠλέσατε πρυμνόθεν A.Th. 1061
(anap.) ; ;ὀλεῖ ὀλεῖ με E. Andr. 856
(lyr.) ; ἁ φιλοχρηματία Σπάρταν ὀλεῖ, ἄλλο γὰρ οὐδέν Orac. ap.Arist.Fr. 544 ; also, of doing away with evil,νῆστιν ὤλεσεν νόσον A.Ag. 1017
(lyr.).II lose, μένος, θυμόν, ψυχήν, ἦτορ ὀλέσαι, lose life, die, Il.8.358, 13.763,5.250 ;πόνον ὀρταλίχων ὀλέσαντες A.Ag.54
(anap.) ;ἄγραν ὤλεσα Id.Eu. 148
(lyr.) ; (lyr.).B [voice] Med.,I perish, come to an end, and of living beings, die, esp. a violent death,ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο Il.24.725
;ὤλεθ' ὑπ' Αἰγίσθοιο δόλῳ Od.3.235
;δόλοις ὀλούμεθ' A.Ch. 888
;ἦέ τις ὤλετ' ὀλέθρῳ Od. 4.489
: c. acc. cogn., κακὸν οἶτον ὄληαι, ὀλέεσθε κακὸν μόρον, Il.3.417,21.133 ;θάνατον AP7.745
(Antip. Sid.) ; ὄλοιο, ὄλοισθε, may'st thou, may ye perish ! a form of cursing very common in Trag., S.Ph. 961, 1019, 1285, etc. ; so ; ὄλοιτο ib. 1349 (lyr.), etc. ; :—Hom. has [voice] Act. and [voice] Med. in emphatic contrast,ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων Il.4.451
,8.65, cf. 11.83.II of things, to be lost,μή τί μοι ἐκ μεγάρων κειμήλιον.. ὄληται Od.15.91
;ὤλετό μοι νόστος Il.9.413
, cf. Od.1.168 ;κλέος Il.9.415
, cf. A.Supp. 918.III [tense] pf. ὄλωλα (Syrac. ὀλώλω, Hilgard Exc.ex Hdn.p.30), to have perished, to be dead, undone, ruined,ὄλωλε μάχῃ ἔνι Il.15.111
, al., cf. A.Pers. 255, 1016(lyr.), etc. ; τῶν ὀλωλότων of the dead, Id.Ag. 346, cf. 672, 1367, S.Ant. 174 : also of things, to be in a state of ruin,ἐσθίεταί μοι οἶκος, ὄλωλε δὲ πίονα ἔργα Od.4.318
.
См. также в других словарях:
ὄλοιντο — ὄλλυμι destroy aor opt mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλοιντ' — ὄλοιντο , ὄλλυμι destroy aor opt mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήτις — Μυθολογικό πρόσωπο, μητέρα της Αθηνάς, προσωποποίηση της φρόνησης και της σοφίας. Ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος και πρώτη σύζυγος του Δία. Σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από παράκληση του Δία, πρόσφερε στον Κρόνο ένα εμετικό φάρμακο,… … Dictionary of Greek