-
1 ὄβδη
-
2 ὄβδη
ὄβδη, ἡ, -
3 όβδην
-
4 ὄβδην
-
5 ἐσόβδην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐσόβδην
См. также в других словарях:
ὄβδην — ὄβδη palam fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όβδην — ὄβδην (Α) επίρρ. κατά πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὄβ δην (< θ. οπ τού ὄπωπα* + επιρρμ. κατάλ. δην, με αφομοιωτική τροπή τού π σε β προ τού ηχηρού οδοντικού δ , πρβλ. κρύβ δην) έχει σχηματιστεί από το ουσ. ὄβδη «όψη», που μαρτυρείται μόνο στην… … Dictionary of Greek