-
1 ὄβδην
Grammatical information: adv.Meaning: `in the face, overt, public' (Call. Fr. 522, Lampsakos; A.D. Adv. 198,7 [where also ὄβδην]).Etymology: Adverb in - δην from ὀπ- `see' in ὀπ-ή, ὄψομαι a.o. with εἰς as in ἐς ἄντα. Cf. Schwyzer 626 n. 6.Page in Frisk: 2,344Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄβδην
-
2 όβδην
-
3 ὄβδην
-
4 ἐς-όβδην
-
5 ὄβδη
ὄβδη, ἡ, -
6 ὄβδη
-
7 ἐςόβδην
См. также в других словарях:
όβδην — ὄβδην (Α) επίρρ. κατά πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὄβ δην (< θ. οπ τού ὄπωπα* + επιρρμ. κατάλ. δην, με αφομοιωτική τροπή τού π σε β προ τού ηχηρού οδοντικού δ , πρβλ. κρύβ δην) έχει σχηματιστεί από το ουσ. ὄβδη «όψη», που μαρτυρείται μόνο στην… … Dictionary of Greek
ὄβδην — ὄβδη palam fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)